Le verre incolore dans l’Antiquité : de l’histoire de la production à l’histoire du goût

Autor: Nenna, Marie-Dominique
Jazyk: francouzština
Rok vydání: 2021
Předmět:
verre soufflé
History
αντανάκλαση του φωτός
πράσινο
αρχιτεκτονικό γυαλί
miroitement de la lumière
verre architectural
άχρωμο γυαλί
διαφάνεια
Raw glass
HIS002010
επιτραπέζια σκεύη
techniques de fabrication
bluish or greenish colour
service de table
glittering of light
rock crystal
peinture
γαλαζωπό
αποχρωματισμός
engraved decoration
vert
διάταγμα του Μάξιμου
verriers antiques
κοίλο σκάλισμα
cristal de roche
glassblowing
Edict of the Maximum
έξεργο σκάλισμα
φυσητό γυαλί
bleuté
HBLA
transparence
décoloration
colourless glass
verre incolore
Classics
Verre brut
αρχαίοι υαλουργοί
couleur
tableware
gravure en creux
architectural glass
επίθετος διάκοσμος
Ακατέργαστο γυαλί
fashion for transparency
édit du Maximum
décor appliqué
ancient glassworkers
gravure en relief
applied decoration
ορεία κρύσταλλος
Popis: Le verre brut, à l’issue de la phase de la production primaire, présente une coloration bleutée ou verte due aux impuretés contenues dans le sable employé. Pour obtenir un verre incolore, les Anciens avaient recours à la décoloration à l’aide de manganèse ou d’antimoine, ou bien sélectionnaient des sables particulièrement purs. Entre la seconde moitié du IIe millénaire av. J.-C. et le ier s. apr. J.-C., le verre incolore est utilisé de manière sporadique, le goût pour les couleurs vives étant dominant aussi bien aux époques classique et hellénistique, qu’au début de l’époque impériale après l’invention du verre soufflé. Dans le dernier tiers du ier s. apr. J.-C., un renversement s’opère et le verre incolore devient pour deux siècles un matériau de prix, comme en témoigne l’édit du Maximum. Employé aussi bien dans le service de table que dans le verre architectural, il semble être le support idéal des gravures en creux et en relief, mais aussi des décors appliqués, eux-mêmes incolores, ou bien de couleurs variées. Son emploi se restreint au ive s. et il semble disparaître dans le courant du ve s. apr. J.-C. On tentera ici d’expliquer l’origine de ces grands mouvements qui relèvent d’un faisceau de données conjuguant production et approvisionnement, imitation et rivalité avec le cristal de roche, goût pour la transparence et le miroitement de la lumière. Raw glass, after the phase of primary production, presents a bluish or greenish colour due to the impurities of the sand. To obtain a colourless glass, the ancient glassworkers had to decolourize the glass using manganese or antimony, or selecting particularly pure sands. Between the second half of the second millennium BC and the first century AD, colourless glass was sparsely used, the fashion for coloured glass being dominant in Classic and Hellenistic periods as well as at the beginning of the Imperial period, after the invention of glassblowing. In the last third of the first century AD, there was a shift and colourless glass became for two centuries a highly priced material, as attested by the Edict of the Maximum. Used for tableware as well as for architectural glass, colourless glass is the ideal medium for engraved decoration and applied decoration, colourless itself or of various colours. Its use becomes more limited in the fourth century and it seems to disappear during the fifth century. We will try to explain the origin of these shifts which are related to a cluster of data: production and supply, imitation and competition with rock crystal, fashion for transparency and the glittering of light. Το ακατέργαστο γυαλί, στο τέλος της πρωτογενούς φάσης παραγωγής παρουσιάζει ένα γαλαζωπό ή πράσινο χρωματισμό, που οφείλεται στις ακαθαρσίες που περιέχονται στην άμμο που χρησιμοποιείται. Για την παραγωγή άχρωμου γυαλιού, οι αρχαίοι κατέφευγαν στον αποχρωματισμό με τη βοήθεια του μαγγανίου ή του αντιμονίου ή διάλεγαν πολύ καθαρή άμμο. Ανάμεσα στο δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και στον 1° αι. μ.Χ., το άχρωμο γυαλί χρησιμοποιείται σποραδικά, καθώς κυριαρχεί η προτίμηση για τα έντονα χρώματα τόσο στην κλασική και ελληνιστική εποχή, όσο και στην αρχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής μετά την εφεύρεση του φυσητού γυαλιού. Στο τελευταίο τρίτο του 1ου αι. μ.Χ. παρατηρείται μια αντιστροφή της τάσης αυτής και το άχρωμο γυαλί γίνεται πολύτιμο υλικό για δύο αιώνες, όπως μαρτυρεί το διάταγμα του Μάξιμου. Χρησιμοποιείται τόσο για επιτραπέζια σκεύη, όσο και για την κατασκευή αρχιτεκτονικού γυαλιού και φαίνεται ότι αποτελεί ιδανικό υπόβαθρο για κοίλο και έξεργο σκάλισμα, καθώς και για επίθετο διάκοσμο, που ήταν και αυτός άχρωμος, ή πολύχρωμος. Η χρήση του άχρωμου γυαλιού περιορίζεται στον 4ο αι., ενώ φαίνεται να εγκαταλείπεται κατά τη διάρκεια του 5ου αι. μ.Χ. Επιχειρούμε εδώ να εξηγήσουμε την αιτία των μεγάλων αυτών αλλαγών, που οφείλονται σε ένα σύνολο παραγόντων, που συνδυάζουν παραγωγή και προμήθεια, απομίμηση και ανταγωνισμό με την ορεία κρύσταλλο, προτίμηση για διαφάνεια και αντανάκλαση του φωτός.
Databáze: OpenAIRE