Popis: |
Η μη ύπαρξη συγκριτικών ερευνών, οι οποίες να μπορούν να επεξηγούν την επίδραση συγκεκριμένων εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών στα μαθησιακά αποτελέσματα σε συγκεκριμένα συγκείμενα χωρών, υπήρξε η βασική αφορμή για ανάπτυξη της συγκεκριμένης ερευνητικής προσπάθειας. Συγκεκριμένα, στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι να συγκρίνει τρία διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα και την επίδραση των κρατικών πολιτικών τους στα μαθησιακά αποτελέσματα υπό το πρίσμα των πέντε διαστάσεων που προτείνει το Δυναμικό Μοντέλο Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας (ΔΜΕΑ). Ως εκ τούτου, εξετάζονται οι περιπτώσεις της Εσθονίας, της Νορβηγίας και της Κύπρου. Ταυτόχρονα, επιχειρείται η ανάδειξη του ερευνητικού κενού στο επίπεδο του συστήματος, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αρκετές έρευνες και μεταναλύσεις που να εξετάζουν τους παράγοντες στο επίπεδο του συστήματος, οι οποίοι σχετίζονται με τα μαθησιακά αποτελέσματα. Ακόμη, επιχειρεί να εξετάσει τον ρόλο της έννοιας της πολιτικής και την επίδρασή της στη μάθηση, κάτι που μέχρι στιγμής δεν αποτέλεσε υπό έμφαση στόχο στην έρευνα των μαθησιακών αποτελεσμάτων στο επίπεδο του συστήματος. Ως διερευνητική μέθοδος προκρίθηκε αυτή της ανάλυσης περιεχομένου νομοθεσιών τριών ξεχωριστών εκπαιδευτικών συστημάτων: της Εσθονίας, της Νορβηγίας και της Κύπρου. Τα έγγραφα που επιλέχθηκαν αποτελούν εκπαιδευτικούς νόμους που αφορούν χρονικά την περίοδο πριν την υγειονομική κρίση του COVID-19. Από τα δημόσια αυτά έγγραφα απομονώθηκαν τα άρθρα που αφορούν στους παράγοντες αποτελεσματικότητας που προτείνει το θεωρητικό εργαλείο του ΔΜΕΑ. Η επιλογή των χωρών έγινε με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών συστημάτων αλλά και την κατάταξή τους στην Ευρώπη με βάση το Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση Μαθητών (Pisa), του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αναλυτικότερα, τα δεδομένα που συλλέχθηκαν καταχωρήθηκαν σε ένα εργαλείο που αποτελείται από τρία μέρη (πολιτικές για την ποσότητα διδασκαλίας, πολιτικές για την ποιότητα διδασκαλίας και πολιτικές για τη βελτίωση του σχολικού εκπαιδευτικού περιβάλλοντος) και το οποίο εργαλείο αναπτύχθηκε τρεις ξεχωριστές φορές, μία για κάθε υπό εξέταση εκπαιδευτικό σύστημα (Εσθονία, Νορβηγία, Κύπρος). Από τη διεξαγωγή της έρευνας προκύπτει ότι η Έρευνα για την Εκπαιδευτική και Σχολική Αποτελεσματικότητα θα πρέπει να ενισχυθεί με την έρευνα για τις ίδιες τις εκπαιδευτικές πολιτικές και πρωτίστως στη μελέτη των εκπαιδευτικών πολιτικών του συστήματος που αφορούν το σχολείο και τη διδασκαλία. Επίσης, ανιχνεύεται η ανάγκη αντιστοίχισης της εκπαιδευτικής νομοθεσίας με ξεκάθαρες εκπαιδευτικές πολιτικές, σαφώς και σύντομα διατυπωμένες με ξεκάθαρη στόχευση. Τέλος, διαφαίνεται η δυνατότητα διεύρυνσης του ΔΜΕΑ μέσω της προσθήκης παραγόντων, όπως η ισότητα και η κατανομή των εκπαιδευτικών, ενώ επιβεβαιώνεται και η ανάγκη για περαιτέρω εξέλιξης του ορισμού της «εκπαιδευτικής πολιτικής», αποδίδοντάς του τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών πολιτικών όπως προκύπτουν από την Έρευνα για την Εκπαιδευτική και Σχολική Αποτελεσματικότητα. |