Η επενδυτική πολιτική της ΕΕ μετά την υπογραφή της CETA: το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις
Přispěvatelé: | Μενδρινού, Μαρία, Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές |
---|---|
Jazyk: | Greek, Modern (1453-)<br />Greek |
Rok vydání: | 2018 |
Předmět: |
ISDS-Investment-State Dispute Settlement
Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων Δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση Αρχή του Πλέον Ευνοούμενου Κράτους Canadian FIPA Model Περιφερισμός Εισαγωγή και εξαγωγή ρυθμιστικού πλαισίου Στρατηγική Global Europe CETA US BIT Model Δόλιες και αβάσιμες προσφυγές UNCITRAL Στρατηγική Trade for All Εξωτερική διάσταση της επενδυτικής πολιτικής της ΕΕ Περιφερειακές Εμπορικές Συμφωνίες Δικαίωμα του κράτους να προβεί σε απαλλοτρίωση Καναδάς Κανονιστική εναρμόνιση Deep Trade Agenda Ρυθμιστικό/κανονιστικό πλαίσιο Άμεσες ξένες επενδύσεις Εθνική μεταχείριση |
Popis: | Η υπογραφή της CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), της πρώτης εμπορικής συμφωνίας νέας γενιάς, μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά, αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην εξέλιξη της εξωτερικής διάστασης της επενδυτικής πολιτικής της ΕΕ και πιο συγκεκριμένα του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Για πρώτη φορά περιελήφθησαν σε μια εμπορική συμφωνία τέτοιας εμβέλειας διατάξεις που αφορούν σε μεγάλο βαθμό ζητήματα «βαθιού» εμπορίου (deep trade issues), δηλαδή ζητήματα που αφορούν τη βαθύτερη ρυθμιστική και κανονιστική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών της ΕΕ και του Καναδά. Οι διατάξεις που αφορούν το πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (απαγόρευση των διακρίσεων, δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση, αναγκαστική απαλλοτρίωση, ρυθμιστικό δικαίωμα του κράτους, μηχανισμοί επίλυσης διαφορών μεταξύ κράτους και επενδυτών) αποτέλεσαν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων τόσο λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτές διαμορφώθηκαν όσο και του ίδιου του περιεχομένου τους. Η σημασία τους για το διεθνές και κοινοτικό εμπόριο αλλά και για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της ΕΕ είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Βασικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παροχή εμπεριστατωμένων απαντήσεων σε τρία βασικά ερωτήματα. Πρώτον, οι επενδυτικές διατάξεις της CETA αντικατοπτρίζουν την καναδική ρυθμιστική οπτική (και επομένως αποτέλεσαν «εισαγωγές» ρυθμίσεων και πολιτικών από τον Καναδά και τις ΗΠΑ) ή την κοινοτική οπτική (επομένως μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εξαγωγές» της ΕΕ); Δεύτερον, ποιο από τα κυρίαρχα εννοιολογικά μοντέλα τα οποία επιχειρούν να εξηγήσουν την ισχύ και την επιρροή της ΕΕ ως εμπορικού, οικονομικού και ρυθμιστικού δρώντα στο διεθνές σύστημα (ΕΕ ως κανονιστική, πολιτική, οικονομική δύναμη, ΕΕ ως κανονιστική αυτοκρατορία, δύναμη των Βρυξελλών, ΕΕ ως εισαγωγέας του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου, κ.α.) εξηγεί καλύτερα το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις; Τρίτον, ποια είναι τα γενικά συμπεράσματα τα οποία μπορούμε να συνάγουμε σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει η ΕΕ αναφορικά με την εξωτερική διάσταση της επενδυτικής της πολιτικής με βάση την εμπειρία της CETA; Όσον αφορά τη μεθοδολογία που ακολουθήσαμε, αυτή βασίστηκε πρωτίστως στη σύγκριση μεταξύ των διατάξεων των βασικών επενδυτικών μοντέλων (του Καναδά και των ΗΠΑ) και των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε υπάρχουσες κοινοτικές συμφωνίες, στο γερμανικό επενδυτικό μοντέλο, σε επίσημα κείμενα της ΕΕ στα οποία είχαν παρουσιαστεί, πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, οι προθέσεις της για τη διαμόρφωση του επενδυτικού ρυθμιστικού πλαισίου (ατζέντα Global Europe, Ανακοίνωση «Προς μια συνολική ευρωπαϊκή διεθνής επενδυτική πολιτική» και το Concept Paper «Οι επενδύσεις στην ΤΙΡΡ και πέρα, ο δρόμος προς τη μεταρρύθμιση»). Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξουμε είναι πως οι διατάξεις αποτελούν ένα ισορροπημένο μείγμα μεταξύ του επενδυτικού ρυθμιστικού πλαισίου του Καναδά (όπως αυτό αποτυπώνεται στο καναδικό μοντέλο FIPA) και του κοινοτικού ρυθμιστικού πλαισίου που η ΕΕ επιχειρεί να προωθήσει στις συμφωνίες νέας γενιάς. Τα σημεία εκείνα στα οποία η ΕΕ πέτυχε την εξαγωγή του δικού της ρυθμιστικού πλαισίου και στόχων αφορούσαν την επίλυση ζητημάτων που απασχόλησαν έντονα την ευρωπαϊκή Κοινωνία των Πολιτών (διαφάνεια, δυνατότητα των πολυεθνικών να προσφύγουν στους διεθνείς μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών μεταξύ των επενδυτών και των κρατών, διατήρηση της ρυθμιστικής ικανότητας του κράτους). Αντίθετα, τα σημεία εκείνα όπου η επίδραση του Καναδά είναι πιο έντονη και επομένως μπορούμε να μιλάμε για εισαγωγή είναι εκείνα που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού για τους επενδυτές. Με αυτό τον τρόπο διαπιστώνουμε πως η ΕΕ επιδιώκει να «διαχειριστεί την παγκοσμιοποίηση» και να συνδυάσει δύο ως ένα βαθμό αντικρουόμενους στόχους: την προσέλκυση επενδύσεων και τη διατήρηση της κρατικής και κοινοτικής ρυθμιστικής επιρροής. Παράλληλα θα διαπιστώσουμε πως αρκετά από τα βασικά εννοιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για να επεξηγήσουν τη θέση της ΕΕ ως ρυθμιστικής, οικονομικής και εμπορικής δύναμης μπορούν να εξηγήσουν σε διαφορετικό βαθμό το τελικό περιεχόμενο των διατάξεων. Ωστόσο, το μοντέλο που κυριαρχεί να είναι εκείνο του Young σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό ρυθμιστικό δρώντα σε συγκεκριμένα ζητήματα και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τέλος θα εξάγουμε μία σειρά από πιο γενικά συμπεράσματα σχετικά με τη γενικότερη στάση της ΕΕ σχετικά με τις ΑΞΕ, το μέλλον του διεθνούς εμπορίου και της θέσης της σε αυτό. The signing of CETA, the first new generation EU trade agreement, between the EU and Canada, constitutes a milestone in the development of the EU’s external investment policy, and more precisely in its Foreign Direct Investment policy (FDI). For the first time, a trade agreement of this scope included a series of provisions concerning the so-called deep trade issues that aim mainly at regulatory harmonization. The FDI provisions that are included in the agreement (non-discrimination, fair and equitable treatment, expropriation, the state’s right to regulate, Investor-State dispute settlement) were very controversial during the negotiation period due to their context and to the manner in which the negotiations took place. Their importance for the international trade in general and for the economic and political future of the EU is substantial. The purpose of this master thesis is to provide answers to three main questions. Firstly, do the investment provisions included in CETA reflect the canadian (or american) regulatory framework (therefore they can be characterized as regulatory “imports”) or do they reflect the EU’s regulatory framework (therefore they can be characterized as European regulatory “exports”)? Secondly, which of the main conceptual models that try to explain EU’s power and influence as a commercial, economic and regulatory actor in the international system (Market Power Europe, the EU as a regulatory empire, the Brussel’s effect, the EU as a Civilian and Normative Power, the EU as an importer of international regulatory framework etc.) can better explain EU’s stance during the CETA negotiations? Thirdly, can CETA help us draw some general conclusions concerning the future of the EU’s external investment policy? The methodology used in this thesis consisted of comparing the provisions included in the major investment models (known as BIT Models), and more precisely those of the USA and Canada, with, firstly, the provisions included in EU commercial and investment agreements with other third countries, secondly, with the German investment model and, thirdly, with a series of official EU texts that highlight the EU’s intentions for the development of a new regulatory frame for investments (Global Europe Agenda, the EU’s Communication “Towards a comprehensive European international investment policy” and the EU’s Concept Paper “Investment in TTIP and beyond-the path to reform. Enhancing the right to regulate and moving from current ad hoc arbitration towards an Investment Court”). The first conclusion we reached is that the provisions included in CETA manage to create a balance between the canadian regulatory frame (as reflected mainly in the Canadian FIPA model) and the regulatory frame that the EU is trying to promote through a series of new generation agreements. The EU managed to “export” its own regulatory frame and intentions in the provisions that were highly controversial among the European Civil Society (transparency, the ability of multinational companies to bring a case to the international investment dispute settlement mechanism, the issue of a state’s right to regulate). On the other hand, in some provisions, and more precisely in those that promote the creation of a more investor-friendly environment, the canadian influence is more pronounced (we can almost characterize them as regulatory “imports”). Therefore, we come to the conclusion that the EU is trying to “manage globalization” and combine two conflicting aims: attract foreign investments and maintain the regulatory influence of the member-states and of the EU as a whole. At the same time we reached the conclusion that many of the conceptual models that are widely used to explain EU’s position as a regulatory, economic and commercial power can explain, to an extent, the final content of CETA’s provisions. The model that seems to be better fitted is that of Young, who considers the EU an important international actor in certain issues and under certain conditions. Finally, we will draw a series of more general conclusions concerning the EU’s position concerning FDI and the future of international trade. |
Databáze: | OpenAIRE |
Externí odkaz: |