Popis: |
Η εργασία αυτή εντάσσεται στο πεδίο της θεωρητικής γλωσσολογίας και ειδικότερα στον τομέα της μορφολογίας, ο οποίος ασχολείται με τις γλωσσικές μονάδες που εκτός από φωνητική δομή διαθέτουν και σημασιολογικό περιεχόμενο. Βασικό αντικείμενο της διατριβής είναι η μελέτη των νεολογικών επιθέτων της κοινής νεοελληνικής, με στόχο όχι την εξαντλητική καταγραφή των γλωσσικών στοιχείων που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία αλλά (α) τη διερεύνηση των μηχανισμών ανανέωσης του λεξιλογίου, (β) την αναζήτηση επιστημονικών κριτηρίων για την καταγραφή των προϊόντων της νεολογίας και (γ) τη σκιαγράφηση των τάσεων του συστήματος κατά τη συγχρονία που διανύουμε. Το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής ασχολείται με θέματα νεολογίας. Η εργασία αυτή στηρίχτηκε σε ένα σύνολο 857 χειρωνακτικά συλλεγμένων μονάδων. Η κατάρτισή του άρχισε να υλοποιείται πριν από περίπου 10 χρόνια, όταν δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί για τα ελληνικά κάποιο ηλεκτρονικό εργαλείο ημιαυτόματης εξαγωγής πρωτοεμφανιζόμενων λέξεων στις γλωσσικές πραγματώσεις του Τύπου, κάτι που την τελευταία πενταετία περίπου ανέλαβε να εκπονήσει η ερευνητική ομάδα της Ακαδημίας Αθηνών. Το πρώτο κεφάλαιο κάνει λεπτομερή αναφορά σε εργαλεία περιγραφής της ελληνικής, όπως είναι τα λεξικά, και καταλήγει σε ένα εκτενές σχόλιο αναφορικά με την αποδοχή των νεολογισμών και την υπαγωγή τους σε διαδικασίες ρύθμισης, κωδικοποίησης ή εξομάλυνσης. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας εξετάζονται ο ρόλος και η λειτουργία του επιθέτου στα ελληνικά. Αναλύεται η σχέση του επιθέτου με τις λεγόμενες μετοχές της σύγχρονης μορφής της νεοελληνικής και ειδικότερα τους τύπους σε -μένος, -μένη, -μένο, για τους οποίους υποστηρίζουμε ότι, όσον αφορά τις νεολογικές δημιουργίες της κοινής νεοελληνικής, είναι αποδεσμευμένοι από τους αντίστοιχους ρηματικούς τύπους και αποτελούν κανονικά επίθετα που παράγονται με επιθηματοποίηση. Στο τρίτο κεφάλαιο, που αφορά την κλιτική μορφολογία, επιχειρείται μια νέα ταξινόμηση των επιθέτων με βάση τη θεωρία των παραδειγματικών συναρτήσεων (Stump, 2001), με τη δομή που παρουσιάστηκε στο 10ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας (Κομοτηνή, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011). Βασικό στοιχείο της θεωρίας αυτής είναι ότι τα κλιτικά μορφήματα αποκτούν συγκεκριμένη λειτουργία στο πλαίσιο του κλιτικού παραδείγματος και όχι ανεξάρτητα από αυτό. Το τρίτο κεφάλαιο καταλήγει στην επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων προγενέστερων ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες οι κεντρικές κατηγορίες των επιθέτων είναι αυτές που λήγουν σε -ος, -η, -ο, αφού αυτές απορροφούν τη συντριπτική πλειονότητα των νέων λέξεων που εντάσσονται στην κατηγορία των επιθέτων. Το τέταρτο κεφάλαιο ξεκινά με μια σύντομη αναφορά στις βασικές μορφολογικές θεωρίες που επηρέασαν την πορεία της γλωσσολογικής σκέψης και άφησαν το στίγμα τους σε κάθε απόπειρα επιστημονικής περιγραφής της γλώσσας. Κατόπιν παρουσιάζονται οι θεωρητικές επιλογές που καθόρισαν το πλαίσιο μορφολογικής ερμηνείας των δεδομένων. Το βασικό μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε στην εργασία αυτή είναι ένα μενταλιστικό μοντέλο που σε επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης προβαίνει σε σαφή διαχωρισμό μεταξύ μορφολογικού και συντακτικού τομέα. Πρόκειται για το μοντέλο της Danielle Corbin (1987, 1991), θεμελιώδης αρχή του οποίου είναι η συζευκτικότητα, δηλ. η ταυτόχρονη δόμηση μορφής και σημασίας στις κατασκευασμένες μονάδες. Από την εξέταση των δεδομένων μας προκύπτουν συγκεκριμένα συμπεράσματα, τα οποία δίνουν μια σαφή εικόνα για το ποιες είναι οι τάσεις του συστήματος στη σύγχρονη μορφή του. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο επιχειρείται η σύνδεση της νεολογίας με τη διδακτική της γλώσσας, ενώ ακολούθως προτείνονται συγκεκριμένα κριτήρια ανανέωσης και επικαιροποίησης των προϊόντων της ελληνικής λεξικογραφίας με την προσθήκη νέων λεξικών μονάδων. |