Οι θετικές υποχρεώσεις των κρατικών οργάνων

Autor: Konstantina Michopoulou
Rok vydání: 2021
DOI: 10.12681/eadd/40614
Popis: Η διατριβή ασχολείται με ένα σχετικά νέο πεδίο ερμηνείας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τις θετικές υποχρεώσεις, τις οποίες υπέχουν τα κρατικά όργανα. Αρχικά, βασίζεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά την οποία οι θετικές υποχρεώσεις ενυπάρχουν σε κάθε άρθρο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο κατοχυρώνει θεμελιώδες δικαίωμα. Εκκινεί από τη θέση ότι κάθε δικαίωμα περιλαμβάνει τρία είδη υποχρεώσεων για το κράτος: την υποχρέωση σεβασμού του, που αξιώνει από τα κρατικά όργανα να απέχουν από πράξεις προσβλητικές του περιεχομένου του, την υποχρέωση προστασίας του από προσβολές τρίτων και την υποχρέωση εφαρμογής του περιεχομένου του με τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την αποτελεσματική του άσκηση και απόλαυσηΤην προσέγγιση αυτή η διατριβή θεμελιώνει στην αρχή του rule of law ως ειδική περίπτωση ερμηνείας που προσανατολίζεται στην αρχή της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων, η οποία ενυπάρχει στη Σύμβαση. Τούτο επιτυγχάνεται συνδυάζοντας τη μέθοδο της τελεολογικής ερμηνείας, η οποία προσπαθεί να ανακαλύψει τη βαρύτητα και τον σκοπό των διατάξεων μιας Συνθήκης, με το γράμμα της διάταξης και το πνεύμα του υπόλοιπου κειμένου, με τέτοιο τρόπο που να φωτίζεται κάθε πλευρά του δικαιώματος και να επιτυγχάνεται το καλύτερο ωφέλιμο αποτέλεσμα. Το καινοτόμο της διατριβής είναι ότι με εφαλτήριο το νομικό σύστημα της ΕΣΔΑ & των Πρωτοκόλλων της, και των θετικών υποχρεώσεων που διαγιγνώσκονται από το ΕΔΔΑ, θεμελιώνει την ύπαρξή τους και στις συνταγματικές διατάξεις. Εφαρμόζει στην πράξη μια συστηματική -εντασσόμενη στο πεδίο της ΕΣΔΑ- και τελολογική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν αντίστοιχα με την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα, με τη μορφή της επαλήθευσης της θετικής πλευράς εκάστου δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό, παρέχεται νομικό έρεισμα με αναφορά στο Σύνταγμα, του οποίου η τελεολογική προσέγγιση δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο ανάπτυξης του περιεχομένου των θετικών υποχρεώσεων για τα κρατικά όργανα, προκειμένου να επιτευχθεί η ανεμπόδιστη και αποτελεσματική προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό, η διατριβή αναδεικνύει την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου του άρθ. 25 του Συντάγματος σε θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή που διέπει και προσδιορίζει τη θετική πλευρά κάθε συνταγματικού δικαιώματος.Η διατριβή καταδεικνύει ότι το σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων της δια της κατάγνωσης αντίστοιχων θετικών υποχρεώσεων στα κρατικά όργανα δεν αντιμάχεται το Συνταγματικό πλαίσιο κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απεναντίας, διαπιστώνει ότι η νομολογιακή προσέγγιση του ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων της στο πεδίο των θετικών υποχρεώσεων επαληθεύεται κατά την ερμηνεία των Συνταγματικών μας διατάξεων επιβεβαιώνοντας τη σύγκλησή τους. Με τον τρόπο αυτό, η διατριβή ανανεώνει την εμπιστοσύνη προς το νομικό σύστημα της ΕΣΔΑ.Τούτο επιτυγχάνεται από δύο κατευθύνσεις:α) Αφ'ενός, επιχειρείται μια σε βάθος επεξεργασία των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, έως των πλέον πρόσφατων, για την εκμαίευση των μεθοδολογικών εργαλείων που έχουν χρησιμοποιήσει οι δικαστές του ΕΔΔΑ, ως υπέχον την πρωτοκαθεδρία στην αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ, προκειμένου να εντοπιστούν οι θετικές υποχρεώσεις σε κάθε θεμελιώδες δικαίωμα. Με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συστηματοποιούνται οι μέθοδοι και τα κριτήρια εντοπισμού θετικών υποχρεώσεων για τα κρατικά όργανα και επιχειρείται η εφαρμογή τους περιπτωσιολογικά σε πλήθος εκφάνσεων άσκησης δημόσιας εξουσίας. Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα αντιμετωπίζεται ως έννοια δυναμική, που βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη, το οποίο παρέχει επαρκές υπόβαθρο για τη διάγνωση των θετικών υποχρεώσεων που έχουν διαγνωσθεί από το ΕΔΔΑ. Έτσι, η διατριβή αναδεικνύει τη σύγκλιση των διατάξεων της ΕΣΔΑ με τις συνταγματικές διατάξεις στη διάγνωση των θετικών υποχρεώσεων των κρατικών οργάνων για προστασία και εφαρμογή του περιεχομένου κάθε θεμελιώδους δικαιώματοςβ) Αφ'ετέρου, η διατριβή παρέχει το απαραίτητο νομικό υλικό στον εφαρμοστή του δικαίου προκειμένου να εμπεδώσει την υποχρεωτικότητα της αξιοποίησης της ερμηνείας της ΕΣΔΑ, που προσανατολίζεται στην ανάπτυξη του πλήρους περιεχομένου ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Για το λόγο αυτό, εξετάζει τη νομική θεμελίωση της υποχρέωσης για συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και του δεδικασμένου που παράγουν για τη χώρα ως συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ καθώς και τον τρόπο που αυτή υλοποιείται και μορφοποιείται. Στο σημείο αυτό παρέχεται πλήρως ενημερωμένη η διαδικασία εποπτείας από την Επιτροπή Υπουργών και τα όργανα που την επικουρούν στην εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, προβάλλοντας μορφές συνεργασίας μεταξύ του κράτους και του εποπτικού φορέα, οι οποίες δεν έχουν αξιοποιηθεί (ενισχυμένη εποπτεία, υλοποίηση αποφάσεων-πιλότος, έκδοση Συμβουλευτικής Γνώμης από το Δικαστήριο κλπ). Παράλληλα, προβάλλονται οι πλέον πρόσφατες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που δύναται να αξιοποιηθούν, για την ευόδωση του στόχου της συμμόρφωσης ή της αξιοποίησης του δεδικασμένου των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.Παρά ταύτα αναπτύσσονται και περιπτωσιολογικές προβληματικές στην υιοθέτηση από τα εθνικά δικαστήρια σημαντικών ερμηνευτικών λύσεων του ΕΔΔΑ, γεγονός που εξηγεί την ανάγκη συγκερασμού των δύο επάλληλων εννόμων τάξεων για την πληρέστερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μέσα στα πλαίσια αυτά, καταδεικνύεται ότι η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να γνωρίζουν και να εκπληρώνουν τις θετικές τους υποχρεώσεις πηγάζει και από το σύστημα της ΕΣΔΑ καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 28 παρ. 2 του Συντάγματος. Τα κρατικά όργανα με αφετηρία τις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οφείλουν να αναλαμβάνουν αντίστοιχες θετικές υποχρεώσεις προστασίας και εφαρμογής του περιεχομένου των δικαιωμάτων αυτών, με γνώμονα την αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων της που παρέχει το ΕΔΔΑ, το οποίο δρα επικουρικά, διατηρώντας έναν εποπτικό ρόλο για την εξασφάλιση της προστασίας του κάθε δικαιώματος, ενώ, παράλληλα, ο συγκερασμός τους ιδίως στις περιπτώσεις που ελλείπει ρητή συνταγματική πρόβλεψη, παρέχει πλήρη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε όλες τις εκφάνσεις άσκησής τους.Βέβαια, η διατριβή εισχωρεί και στον τομέα της δημόσιας πολιτικής, προκειμένου να συνδέσει τις νομικές υποχρεώσεις με την κρατική βούληση. Έτσι, εκθέτει διάφορες προτάσεις διαμόρφωσης και άσκησης ολοκληρωμένης πολιτικής στο πεδίο που πραγματεύεται (θετικές υποχρεώσεις), όχι μόνο γενικά αλλά και ανά δικαίωμα. Εν ολίγοις, η διατριβή ‘εντοπίζει’ κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ‘επαληθεύει’ στις συνταγματικές διατάξεις και ‘απαιτεί’ άσκηση δημόσιας πολιτικής στην ανάληψη των διαγνωσθεισών θετικών υποχρεώσεων για τα κρατικά όργανα. Παράλληλα, συστηματοποιείται και σχηματοποιείται η μέθοδος διάγνωσης των θετικών υποχρεώσεων (δια πίνακος). Έτσι, οι φορείς των κρατικών οργάνων ως ασκούντες δημόσια πολιτική αλλά και ως εφαρμοστές του δικαίου θα μπορούν να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις προστασίας ενός δικαιώματος και τα όριά τους. Συγκεκριμένα, εντοπίζεται ένα minimum υποχρέωσης για (θετική) ενέργεια (προστασία και εφαρμογή του περιεχομένου δικαιώματος) για τα κρατικά όργανα, το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ στις περιπτώσεις που έχει εντοπίσει ευρωπαϊκό consensus. Στο σημείο αυτό, αναλύεται η έννοια του περιθωρίου εκτίμησης του κράτους, όπως έχει διαπλαστεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ειδικά στο πεδίο των θετικών υποχρεώσεων καταδεικνύεται ότι το περιθώριο εκτίμησης του κράτους έγκειται, αφενός, στο να αναγνωρίσει στις συνταγματικές διατάξεις περισσότερες υποχρεώσεις για ένα κρατικό όργανο ή να επιβάλει θεμιτούς περιορισμούς στις περιπτώσεις που κατά το ΕΔΔΑ δεν προκύπτουν τέτοιες. Αφετέρου, το κράτος διατηρεί περιθώριο εκτίμησης ή μάλλον διακριτική ευχέρεια προσδιορισμού του ακριβούς περιεχομένου που θα λάβει μια θετική υποχρέωση, δια της άσκησης δημόσιας εξουσίας. Πάντως ακόμα και στις περιπτώσεις διάγνωσής τους, οι θετικές υποχρεώσεις διαμορφώνονται με απόλυτο τρόπο σε δικαιώματα πρωταρχικής σημασίας (ζωή και ανθρώπινη αξιοπρέπεια), όπου η γνώση του κινδύνου στο οποίο εκτίθεται ένα τέτοιο δικαίωμα αρκεί ως προϋπόθεση για παρέμβαση, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Για τα δικαιώματα που η ΕΣΔΑ επιτρέπει περιορισμούς υπό προϋποθέσεις, η σχετικότητα των θετικών υποχρεώσεων λαμβάνει πιο συγκεκριμένη μορφή δια της εφαρμογής της αρχής της δίκαιης ισορροπίας σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον ή τα δικαιώματα τρίτων. Σε κάθε περίπτωση, η διατριβή υπογραμμίζει ότι αφής στιγμής διαγνωστούν ή ‘αποκωδικοποιηθούν’ (με γνώμονα και τη νομολογία του ΕΔΔΑ) και μορφοποιηθούν (με την προτεινόμενη μέθοδο) θετικές υποχρεώσεις για ένα κρατικό όργανο, το όργανο αυτό υπέχει «δεσμία αρμοδιότητα» κατά το διοικητικό δίκαιο, με ό,τι ετούτο συνεπάγεται για τη δυνατότητα πρόσβασης στις δικαστικές αρχές και υποβολής παραδεκτού ένδικου βοηθήματος. Και το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι η διατριβή προτείνει το έρεισμα που παρέχουν οι διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ ως βάση θεμελίωσης της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας κατά τα άρθ. 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 και 63 παρ. 2 του ΚΔΔ/μίας.Η διατριβή κινείται σε ένα πολυπρισματικό περιβάλλον συνδυάζοντας διάφορα πεδία του δημοσίου δικαίου κινούμενη σε διαφορετικές πειθαρχίες, στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, το συνταγματικό και το διοικητικό δίκαιο, το ποινικό δίκαιο και τη δημόσια πολιτική.Βασιζόμενη στα άρθρα 2, 3, 4, 8, 10, 11 της ΕΣΔΑ, στα άρθρα 2 και 3 του ΠΠΠ και στις Διαδικαστικές Εγγυήσεις των άρθρων 5, 6 και 13 της ΕΣΔΑ συστηματοποιεί 45 δικαιώματα, αναλύοντας τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και αναζητώντας παράλληλα την επιβεβαίωση για το καθένα χωριστά στο Σύνταγμα.Περαιτέρω, η διατριβή ασχολείται και με το ζήτημα της εφαρμογής των θετικών υποχρεώσεων στην ελληνική έννομη τάξη παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά παραδείγματα πρωτοποριακών ελληνικών αποφάσεων στον τομέα των θετικών υποχρεώσεων. Έτσι, καταδεικνύεται ότι η διασύνδεση των δύο εννόμων συστημάτων, της ΕΣΔΑ και του εθνικού/συνταγματικού συστήματος, δηλαδή της αναγωγής στο Σύνταγμα, επιτυγχάνεται ως προς τη δυνατότητα του εθνικού δικαστή να αναζητά λύσεις που να αξιοποιούν τις ερμηνευτικές λύσεις που το ίδιο το ΕΔΔΑ προβλέπει, μέσω μιας δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος.
Databáze: OpenAIRE