Ελληνικός παραδοσιακός χορός

Autor: Vasileios Karfis
Rok vydání: 2021
DOI: 10.12681/eadd/45783
Popis: Έναυσμα για την επιλογή του θέματος της εργασίας υπήρξε η διαπιστωμένη διαχρονική αντιπαλότητα (φιλοσοφική, ιδεολογική και επιστημονική) μεταξύ μορφής και περιεχομένου ή μορφής (text) και συμφραζομένων (context), η οποία μεταφέρθηκε και στην επιστημονική μελέτη τόσο του παραδοσιακού χορού (γενικά) όσο και του ελληνικού παραδοσιακού χορού (ειδικά) ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Στη βάση αυτή, το επίκεντρο της παρούσας διατριβής αποτελεί ο εσωτερικός χαρακτήρας της χορογραφικής σύνθεσης του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Πρόκειται για «κειμενοκεντρική» προσέγγιση (ποιητική), η οποία δεν ενδιαφέρεται για τον δημιουργό, τον ακροατή/θεατή, ή την εποχή (για την ιστορικότητα), αλλά για το δημιούργημα (το τελειωμένο προϊόν), τις ιδιότητες που συνιστούν τόσο τη μορφή (δομισμός) όσο και την ουσία/φύση (μορφολογία) του ελληνικού παραδοσιακού χορού και τον διαφοροποιούν από άλλα είδη κίνησης και από άλλα είδη χορού. Πρόκειται για μια φαινομενολογία του (οπτικο-ακουστικού/χορευτικού) ‘κειμένου’ και ταυτόχρονα μια μικροσκοπική αναζήτηση των νόμων (της τέχνης) του ελληνικού παραδοσιακού χορού που αναζητά την ιδιαίτερη δομική και μορφική/υφολογική οργάνωσή του στα διάφορα επίπεδα (κινησιολογικό, μορφοσυντακτικό και σημασιολογικό) που ορίζουν την ‘ελληνική παραδοσιακή χορευτικότητα’. Με βάση τα παραπάνω, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι ο ορισμός της ‘ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας’ μέσα από τη μελέτη της ιδιαίτερης δομικής και μορφικής/υφολογικής του σύστασης στα διάφορα επίπεδα οργάνωσής του υπό τους όρους της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt). Η «κειμενοκεντρική» αυτή προσέγγιση του ελληνικού παραδοσιακού χορού, τίθεται σε διαφορετική προοπτική από τις ισχύουσες μέχρι σήμερα υπό την έννοια ότι το ζητούμενο μεταφέρεται στις αφηρημένες ιδιότητες της χορευτικής ‘γλώσσας’ καθώς και του χορευτικού ‘λόγου’ που συνιστούν τη μοναδικότητα του ελληνικού παραδοσιακού χορευτικού φαινομένου, την «ελληνική παραδοσιακή χορευτικότητα». Αυτό επιτυγχάνεται με το συνδυασμό της δομικο-μορφολογικής και τυπολογικής ανάλυσης με την ανάλυση της τεχνοτροπίας δόμησης της χορευτικής φόρμας που βασίζεται στις αρχές της ψυχολογίας της μορφής (gestalt) και συγκεκριμένα στις θεμελιώδεις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής. Από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε η παντελής απουσία συνδυασμού της δομικο-μορφολογικής και τυπολογικής ανάλυσης με την ανάλυση της τεχνοτροπίας δόμησης της χορευτικής φόρμας του παραδοσιακού χορού που να βασίζεται στις αρχές της ψυχολογίας της μορφής (gestalt), ως συμπόρευση -μολονότι φαινομενικά αντίθετων- του δομισμού και της μορφολογικής ψυχολογίας. Επίσης, διαπιστώθηκε η παντελής απουσία διαπραγμάτευσης των προαναφερόμενων σε σχέση με τις έννοιες της δημιουργικότητας, της δημιουργικής σκέψης και του δημιουργικού ατόμου προκειμένου να κατανοηθεί η δημιουργική διαδικασία παραγωγής του. Παράλληλα, διαπιστώθηκε η παντελής έλλειψη αναφοράς και τεκμηρίωσης της έννοιας της ελληνικής παραδοσιακής ‘χορευτικότητας’, δηλαδή της θεμελιώδους διάκρισης ανάμεσα στην παραδοσιακή χορευτική (‘ποιητική’) χρήση της κίνησης, των ειδών κίνησης και του ιεραρχικού τρόπου συνδυασμού τους, και στην καθημερινή (πρακτική) χρήση της κίνησης ή αυτής που χαρακτηρίζει άλλες φυσικές και κινητικές δραστηριότητες ή άλλα είδη χορού, αλλά και η τεκμηρίωση του εάν και πώς ο ελληνικός παραδοσιακός χορός συνιστά ή όχι μία στερεότυπη και αυστηρή -δομικά και τεχνοτροπικά- τέχνη. Πρόκειται για βιβλιογραφικό κενό το οποίο έρχεται να καλύψει η παρούσα εργασία στο πλαίσιο της οποίας εισάγεται για πρώτη φορά ο αδόκιμος όρος της «ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας». Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με βάση την εθνογραφική μέθοδο και βασίστηκε στη χρήση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Παρόλο που για τις ανάγκες της εργασίας καταγράφηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός χορών από όλο τον ελλαδικό χώρο, ωστόσο επειδή ήταν πρακτικά αδύνατον να συμπεριληφθούν όλοι στην ανάλυση των δεδομένων, στην παρούσα μελέτη επιλέχτηκε ένας συγκεκριμένος αριθμός χορών και κοινοτήτων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αναλυτικά παραδείγματα και να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Η διαδικασία επιλογής των χορών και των τοπικών κοινοτήτων βασίστηκε στις αρχές της δειγματοληπτικής έρευνας και συγκεκριμένα στη μέθοδο απροσδιόριστης πιθανότητας επιλογής και τη δειγματοληψία κρίσης ή σκοπιμότητας, και συνίσταται από τοπικές κοινότητες και χορούς, τα οποία θεωρήθηκαν ότι είναι περισσότερο σημαντικά για τη συγκεκριμένη έρευνα με βάση τον ακριβή προσδιορισμό των υπό μελέτη χαρακτηριστικών καθώς και των χαρακτηριστικών των πληροφορητών (π.χ. ηλικία, φύλο, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο), των χαρακτηριστικών του τόπου (π.χ. αστικές/αγροτικές περιοχές) και των χαρακτηριστικών του χρόνου (π.χ. εποχή, ημέρα, ώρα, εθιμική περίσταση). Για την καταγραφή και την ανάλυση των χορών χρησιμοποιήθηκε, για το μεν πρώτο, το σύστημα σημειογραφίας του Laban για τα δύο βασικά δομικά σχήματα των χορών «στα δύο» και «στα τρία», ενώ, για το δεύτερο, την ανάλυση της δομής και μορφής των χορών, η δομική-μορφολογική μέθοδος. Τέλος, για την κωδικοποίηση της δομής και μορφής των χορών υιοθετήθηκε η τυπολογία και η δομικο-τυπολογική μέθοδος, έτσι όπως έχουν προταθεί και εφαρμοστεί στην περίπτωση του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Για την σύγκριση και ταξινόμηση των δεδομένων χρησιμοποιείται η συγκριτική μέθοδος, με τη χρήση της οποίας αποκαλύπτεται το κοινό και το ιδιαίτερο στο υπό εξέταση φαινόμενο. Το είδος της ταξινόμησης που χρησιμοποιείται είναι η μορφολογική-τυπολογική ταξινόμηση, η οποία βασίζεται στη θεωρία του δομισμού. Τέλος, η ερμηνεία των δεδομένων και, συγκεκριμένα, των κοινών δομικών τύπων καθώς και των κοινών τεχνοτροπικών/εκφραστικών σχημάτων βάσει των οποίων ‘κατασκευάζεται’ ο ελληνικός παραδοσιακός χορός, στηρίχθηκε στην έννοια της δημιουργικότητας ενταγμένης στο πλαίσιο της θεωρίας της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt). Από την ανάλυση, σύγκριση και ταξινόμηση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός στο σύνολό του, όπως και κάθε παραδοσιακή χορευτική μορφή, είναι ένας ‘μηχανισμός’ που παράγει σε άμεση συνάρτηση με την κίνηση και το κέντρο βάρους του σώματος -κατά κύριο λόγο και πρώτα από όλα- χώρο και χρόνο μέσα από μία διανοητική λειτουργία που ασκείται στην πραγματικότητα, ενώ στη συνέχεια παράγει σημασία. Πιο συγκεκριμένα, από τη δομικο-μορφολογική και τυπολογική ανάλυση καθώς και τη σύγκριση του συνολικού υλικού προέκυψε ότι οι ελληνικές παραδοσιακές χορευτικές μορφές χαρακτηρίζονται από φαινομενική πολυμορφία που όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά απλά και στερεότυπα δομικά σχήματα (απλά δομικά βασικά σχήματα, βασικά δομικά σχήματα του χορού «στα τρία» και του χορού «στα δύο») τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους, αφενός, με βάση τη χρήση του χώρου, του χρόνου και την τοπική υφολογία και, αφετέρου, με βάση τις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής ή βασικές δομές επιφάνειας (στερεότυπες παραστατικές δομές ή τεχνοτροπικά/εκφραστικά σχήματα) που άπτονται των αρχών της μορφολογικής ψυχολογίας (θεμελιώδεις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής), δηλαδή της ‘κλειστότητας της μορφής’, της ‘ομοιότητας’, της ‘επανάληψης’, της ‘αντίθεσης’ και της ‘συμμετρίας’. Η αρμονία/ισορροπία συνιστά τον βασικό ιστό γύρο από τον οποίο περιπλέκονται οι αρχές της ‘κλειστότητας της μορφής’, της ‘ομοιότητας’, της ‘επανάληψης’, της ‘αντίθεσης’ και της ‘συμμετρίας’/ασυμμετρίας’, διακρίνει όλες τις χορευτικές μορφές που αναλύθηκαν και φέρεται ως σχήμα σκέψης με καθολική ισχύ που χαρακτηρίζει -χωρίς εξαίρεση- τον ελληνικό παραδοσιακό χορό στο σύνολό του. Υπό αυτούς τους όρους, η εκφραστικότητα του ελληνικού παραδοσιακού χορού δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο διαφορετικός τρόπος που ο παραδοσιακός δημιουργός/χορευτής επιλέγει και χειρίζεται το υλικό του, χρησιμοποιώντας ωστόσο, στερεότυπα δομικά σχήματα, συμβάσεις και ‘κοινούς τόπους’, που συναντώνται σε όλο το εύρος της δημιουργίας του. Πρόκειται για τυποποίηση των δομικών και εκφραστικών μέσων η οποία συνιστά θεμελιακό χαρακτηριστικό του ελληνικού παραδοσιακού χορού, θεμελιακό χαρακτηριστικό, που συνδέεται άμεσα αφενός, με την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας του και, αφετέρου, με την έννοια της «ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας».
Databáze: OpenAIRE