Τρεις ουτοπίες της βρετανικής μεσοβασιλείας (1649-1660)

Rok vydání: 2021
DOI: 10.12681/eadd/46314
Popis: Βασικός σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η συγκριτική προσέγγιση και κριτική διερεύνηση τριών αντιπροσωπευτικών ουτοπικών κειμένων που «εγγράφονται» στην παράδοση της Βρετανικής Μεσοβασιλείας (1649-1660). Κατά χρονολογική σειρά έκδοσης τα κείμενα που εξετάζονται είναι ο Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς (1651), ο Νόμος της Ελευθερίας του Τζέραρντ Γουίνστανλεϊ (1652) και η Ωκεάνα του Τζέιμς Χάρινγκτον (1656). Τρεις ετερόκλητες προσωπικότητες ενστερνίζονται την ίδια εποχή διαφορετικές θεωρήσεις της ζωής και σχεδιάζουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους υποδείγματα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ο Χομπς επιχειρεί να εξάγει συμπεράσματα μέσα από την αιτιακή εξήγηση των φαινομένων, συνδέοντας την ηθικοποίηση του ατόμου με τη γνώση και ανάγοντας ως μοναδικό εγγυητή της ειρήνης τον κυρίαρχο της πολιτικής κοινότητας. Ο μυστικισμός του Γουίνστανλεϊ διαπλέκεται με την ριζοσπαστική του σκέψη στην προσπάθειά του να συνθέσει μια «ιδιότυπη» σοσιαλιστική θεωρία, ενώ ο Χάρινγκτον αναζητά σε πολιτικά μοντέλα του παρελθόντος τις ισορροπίες που απαιτούνται για τη σύσταση ενός συστήματος πολλαπλών ελέγχων. O κάθε διανοητής προσεγγίζει την έννοια της ουτοπίας από διαφορετική οπτική και διεκδικεί τη δική του εκδοχή πάνω στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Η κοινωνικοπολιτική ουτοπία μπορεί να προσλάβει την ίδια χρονική περίοδο διαφορετικές μορφές και πολλαπλές σημασίες που δεν έχουν την ίδια απήχηση και δεν είναι πάντα ευχάριστες για όλους. Αν και οι τρεις πολιτικοί στοχαστές τοποθετούν το ανθρώπινο υποκείμενο στο επίκεντρο του κόσμου της γνώσης, ωστόσο ο Χομπς επικεντρώνεται στην εγωιστική φύση του ανθρώπου, ο Γουίνστανλεϊ ευνοεί την αλτρουιστικήπλευρά του και ο Χάρινγκτον προβάλλει την συναινετική συνιστώσα της ανθρώπινης φύσης. Παρά τις αγεφύρωτες διαφορές γύρω από ζητήματα «φιλοσοφίας της εξουσίας» και «τέχνης της διακυβέρνησης», η «συγκολλητική ουσία» που τους φέρνει λίγο πιο κοντά, είναι η προσπάθειά τους να συγκρουστούν με την παραδοσιακή αντίληψη που έβλεπε τη φιλοσοφία ως 'θεραπαινίδα των θεολόγων'. Επιπλέον, και οι τρεις είναι εξίσου προσηλωμένοι στην δυνατότητα εκπλήρωσης του ουτοπικού ιδεώδους, δηλαδή την μεταμόρφωση της κοινωνικής ολότητας. Στη δεκαετία του 1650, εγκαινιάζεται ένα δυναμικό είδος κοινωνικοπολιτικής και φιλοσοφικής ουτοπίας που δεν εξαντλείται μόνο σε υποδόρια φιλοσοφικά νοήματα. Αντίθετα, αποδεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από το λογοτεχνικό ύφος, τη μορφή και το περιεχόμενο των κλασικών ουτοπιών του παρελθόντος και φιλοδοξεί να παρέμβει «εδώ και τώρα» στο υπάρχον, επηρεάζοντας και καθορίζοντας τις πολιτικές εξελίξεις. Επιπλέον, αυτή η μελέτη επιχειρεί ν' αναδείξει τη διαχρονική δυναμική και το εύρος του ουτοπικού αφηγήματος. Η υποστηριζόμενη άποψη αυτής της διατριβής είναι ότι μία ουτοπική κατασκευή δεν είναι πάντοτε μία αφηρημένη ιδέα που δείχνει προς το παρελθόν ή το μακρινό μέλλον αλλά μπορεί ν' αποτελέσει και μία αξιόπιστη πρόταση για την εφαρμογή ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης μέσα στο ιστορικό της γίγνεσθαι.
Databáze: OpenAIRE