Popis: |
ΕισαγωγήΗ Ψυχιατροδικαστική είναι ο επιστημονικός τομέας που βρίσκεται στον μεταιχμιακό χώρο μεταξύ Ψυχιατρικής και Νομικής επιστήμης. Οι επιστημονικές συνιστώσες που συγκλίνουν σε αυτό τον διεπιστημονικό κόμβο δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στην Ψυχιατρική και στη Νομική, αλλά συμπεριλαμβάνουν και άλλες όπως την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία και την Ιστορία. Η ιστορική ανασκόπηση της σχέσεως μεταξύ ψυχικής νόσου και δικαίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού αντανακλά τις δυναμικές ισορροπίες και αντιλήψεις της εκάστοτε, χρονικά και γεωγραφικά, ανθρώπινης κοινωνίας σχετικά με τα ψυχικώς νοσούντα μέλη της. Στην αρχαία Ελλάδα η αρχική αντίληψη περί ψυχικής νόσου ανάγετο στην θεοκρατική θεώρηση της ψυχής και των ανθρώπινων συναισθημάτων ∙ θεώρηση η οποία χαρακτήριζε όλες τις αρχαϊκές κοινωνίες. Στη συνέχεια, όμως, και μέσα από την ανάπτυξη της ιατρικής αλλά και τη θεμελίωση της ψυχολογίας, η ψυχική νόσος αποσπάται από τη σφαίρα της δεισιδαιμονίας και υπεισέρχεται στο επιστημονικό πεδίο. Ενώ, όμως, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία προάγει και μεταλαμπαδεύει τα επιστημονικά επιτεύγματα της αρχαίας Ελλάδος, με πρόσχημα τη νεαρά τότε χριστιανική θρησκεία επιβάλλεται στην Ευρώπη του Μεσαίωνα ο φανατισμός και η σκοταδιστική θεοκρατία. Αντίστοιχη, αλλά ηπιότερης αυστηρότητας και ακρότητας είναι η κατάσταση στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Σταδιακά και μέσα από το έργο πεφωτισμένων ανθρώπων ο σκοταδιστικός φονταμενταλισμός δίνει τη θέση στην επιστημονική σκέψη, σηματοδοτώντας την απαρχή του Διαφωτισμού και θεμελιώνοντας τον σύγχρονο επιστημονικό τρόπο προσέγγισης των διαφόρων φαινομένων. ΜεθοδολογίαΥλικόΟι πηγές της έρευνας στην Ψυχιατροδικαστική, η οποία βρίσκεται στον μεταίχμιο χώρο μεταξύ Δικαίου και Ιατρικής, είναι κυρίως είτε νομικές είτε ψυχιατρικές.Η παρούσα έρευνα στηρίχθηκε στη μελέτη νομικών πηγών και πιο συγκεκριμένα δικογραφιών. Ο εντοπισμός τους έγινε μέσα από την εκτενή ανασκόπηση της νομικής νομολογιακής βιβλιογραφίας είτε ηλεκτρονικής (νομική βάση δεδομένων Νόμος) είτε περιοδικών εκδόσεων (Ποινικά Χρονικά, Αρμενόπουλος). Οι δικογραφίες (n=100) που εξετάστηκαν αναφέρονταν σε υποθέσεις στις οποίες έγινε επίκληση των άρθρων 34 και 36 του Ποινικού Κώδικα. Τα άρθρα 34 και 36 Π.Κ. ρυθμίζουν την απόδοση καταλογισμού σε περιπτώσεις διατάραξης της συνείδησης ή των πνευματικών λειτουργιών. Η νομική έννοια της διατάραξης της συνείδησης των άρθρων 34 και 36 Π.Κ. μπορεί να οριστεί ως η θόλωση ή ο εν μέρει αποκλεισμός της αυτοσυνειδησίας ή της συνείδησης με τον έξω κόσμο ή της σχέσεως ανάμεσα σε αυτά τα δυο μεγέθη, ενώ ο όρος «πνευματικές λειτουργίες» καλύπτει όλο το φάσμα των ψυχικών λειτουργιών (συναίσθημα, βούληση) και όχι μόνο τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες (κρίση, μνήμη, αντίληψη). Η παρούσα μελέτη, είναι η πρώτη του είδους της στην Ελλάδα και προστίθεται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό αντίστοιχων ερευνών παγκοσμίως. Οι δυσκολίες στην έρευνα σε αυτό το πεδίο εξηγούν και τη σχετικά περιορισμένη βιβλιογραφία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συγκεντρωτικό ηλεκτρονικό αρχείο δικαστικών αποφάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής ο εντοπισμός αλλά και η παρακολούθηση της πορείας μιας δικογραφίας που αναφέρεται σε συγκεκριμένη απόφαση. Επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής συγκριτικών αποτελεσμάτων, αφού δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά αποτελέσματα ούτε για το σύνολο ούτε για επιμέρους, εξειδικευμένης θεματολογίας, υποθέσεις. Η εξαγωγή συγκριτικών αποτελεσμάτων είναι δυσχερής όχι μόνο σε εθνική κλίμακα, αλλά και ανάμεσα στα διάφορα κράτη, ακόμα και μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων κρατών τόσο στο επίπεδο της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας όσο και στις διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης.Στατιστική ΑνάλυσηΓια την περιγραφή των δημογραφικών, ψυχιατρικών και νομικών-εγκληματικών στοιχείων από το δείγμα της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν πίνακες με απόλυτες και σχετικές % συχνότητες. Ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ των διαφόρων ψυχιάτρων-πραγματογνωμόνων, όσον αφορά στις αποφάσεις τους, συνοψίσθηκε μέσω πινάκων διπλής εισόδου και αξιολογήθηκε μέσω του συντελεστή kappa του Cohen. Αντίστοιχες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της συμφωνίας μεταξύ απόφασης δικαστηρίου και ψυχιάτρων.Συσχετίσεις μεταξύ παραγόντων όπως παρουσία ψυχιάτρου, δικαστική απόφαση, διάγνωση κατά την έναρξη της νόσου, συμμόρφωση με φαρμακευτική αγωγή, σοβαρότητα εγκλήματος, είδος εγκλήματος και χρόνο επαφής με ψυχίατρο (πριν/μετά το έγκλημα) διερευνήθηκαν αρχικά μέσω πινάκων διπλής εισόδου που περιελάμβαναν απόλυτες και σχετικές % συχνότητες και αντίστοιχων ραβδογραμμάτων σχετικών συχνοτήτων. Η στατιστική σημαντικότητα των συσχετίσεων αυτών αξιολογήθηκε μέσω exact tests για κατηγορικά δεδομένα.ΑποτελέσματαΤο δείγμα αποτελείτο από 100 άτομα (90 άρρενες και 10 θήλεις). Η ηλικία κατά την πρώτη εκδίκαση ήταν 30-49 ετών για την πλειονότητα των υποθέσεων (48/100), ακολουθούμενη από την ομάδα των 18-29 ετών (33/100) και την ομάδα αυτών με ηλικία άνω των 50 ετών (19/100). Η πλειοψηφία (88/100) ήταν Έλληνες ενώ 12 ήταν αλλοδαποί. Οι αλλοδαποί προέρχονταν κυρίως από τα Βαλκάνια (7/12) και οι περισσότεροι (9/12) παρέμεναν νόμιμα στη χώρα. Οι περισσότεροι των κατηγορουμένων ήταν άγαμοι (43/100) με 3 εξ αυτών να είναι σε κάποια σχέση. Οι 47 από τους 100 είχαν τουλάχιστον ένα παιδί. Το 69% του δείγματος είχε μόνο τη βασική εκπαίδευση και το 22% μέση εκπαίδευση. Οι 70 από τους 100 εργάζονταν κατά την τέλεση του εγκλήματος (οι περισσότεροι με χειρωνακτική εργασία). Σημαντικό ποσοστό (38/100) διέμενε με την οικογένεια του, 30/100 διέμεναν μόνοι και 25/100 σε γονεϊκή οικογένεια ενώ δύο ήταν άστεγοι. Από τους 79 άρρενες έλληνες υπηκόους οι 61 εκπλήρωσαν τη στρατιωτική τους θητεία, οι 17 είχαν απαλλαγεί και ο ένας ήταν λιποτάκτης. Από τους 17 με απαλλαγή οι 2 ήταν για παθολογικούς λόγους, οι 14 για ψυχολογικούς λόγους και ο ένας για άλλο λόγο.Σε μεγάλο ποσοστό των κατηγορουμένων (38/100) η ψυχική νόσος εμφανίστηκε πριν την ηλικία των 20 ετών. Σε 28/100 η ηλικία έναρξης της νόσου ήταν μεταξύ 21 και 30 ετών ενώ σε μικρότερα ποσοστά (18/100 και 6/100) η ηλικία αυτή ήταν μεταξύ 31-40 και 41+ αντίστοιχα. Η πλειοψηφία (78/100) είχε έρθει σε επαφή με ψυχίατρο πριν την τέλεση του εγκλήματος. Οι συνηθέστερες διαγνώσεις κατά την έναρξη της νόσου ήταν η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες (16/100), σχιζοφρένεια-ψύχωση (12/100) ακολουθούμενες από ίσα ποσοστά (8/100) συναισθηματικών διαταραχών καταθλιπτικού τύπου και εξάρτησης από αλκοόλ. Σε μικρότερα ποσοστά υπήρξαν διαγνώσεις μεικτής διαταραχής προσωπικότητας (αντικοινωνική-οριακή) και διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας (6/100 και 5/100, αντίστοιχα). Σε μικρότερες συχνότητες (κάτω του 5/100) οι κατηγορούμενοι είχαν διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη, σχιζοφρένεια-εξάρτηση από ουσίες, διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας – εξάρτηση από ουσίες, διαταραχές προσαρμογής, νοητική υστέρηση κ.α. Για 18/100 η αρχική διάγνωση ήταν άγνωστη (6 σε αυτούς τους 18 δεν είχαν δει ψυχίατρο πριν την τέλεση του εγκλήματος). Οι διαγνώσεις κατά την τέλεση του εγκλήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό (83/100) ίδιες με τις αντίστοιχες κατά την έναρξη της νόσου. Υπήρξαν επίσης 8 περιπτώσεις που η διάγνωση κατά την έναρξη της νόσου δεν ήταν γνωστή αλλά η διάγνωση κατά την τέλεση του εγκλήματος ήταν (3 περιπτώσεις εξάρτησης από το αλκοόλ και από 1 για σχιζοφρένεια - ψύχωση, αγχώδεις-συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας, εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες – διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας και διαταραχές προσαρμογής).Για 97 άτομα η εγκληματική πράξη ήταν αυτοτελής. Η συντριπτική πλειοψηφία (84/100) των εγκλημάτων ήταν κατά της ζωής ή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας (6/100). Για τα υπόλοιπα είδη εγκλημάτων (κατά σωματικής ακεραιότητας, ιδιοκτησίας, γενετήσιας ελευθερίας κλπ) τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν κάτω του 3%. Σε μεγάλα και παρόμοια ποσοστά το μέσο διάπραξης του εγκλήματος ήταν μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (42%) ή όπλο (40%). Θύτης και θύμα ήταν άγνωστοι σε 25 από τις 100 περιπτώσεις, απλοί γνωστοί σε 14 ή είχαν επαγγελματική σχέση σε 7 περιπτώσεις. Υπήρχαν ωστόσο περιπτώσεις η σχέση θύτη-θύματος ήταν συζυγική (15/100) ή ήταν σύντροφοι (13/100) ή συγγενείς (7/100). Είκοσι από τους 100 κατηγορούμενους είχαν προηγούμενες καταδίκες αλλά μόνο 2/20 ήταν για εγκλήματα κατά της ζωής. Τα υπόλοιπα προηγούμενα εγκλήματα ήταν κυρίως κατά της ιδιοκτησίας (6/20) ή σχετιζόμενα με ουσίες (4/20).Σύμφωνα με την δικαστική απόφαση πρώτου βαθμού για ένα άτομο υπήρξε υπαγωγή στο άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, σε 29 στο άρθρο 36 ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι θεωρήθηκαν πλήρως ικανοί καταλογισμού. Οι αντίστοιχες αποφάσεις του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου ήταν 2 (άρ. 34), 36 (αρ. 36) και 62 (πλήρως ικανοί καταλογισμού). Οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες σε 78 από τις 100 περιπτώσεις. Παρατηρήθηκε σημαντικού βαθμού συμφωνία (k=0,696) όσον αφορά στις γνωμοδοτήσεις ψυχιάτρου υπεράσπισης και θεράποντος ιατρού (οριακά μη στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα, p=0,053). Συγκεκριμένα, σε 7 περιπτώσεις υπήρξαν γνωμοδοτήσεις από πραγματογνώμονα της υπεράσπισης και του θεράποντος ιατρού για την ίδια υπόθεση. Οι γνωμοδοτήσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό (85,7%) απολύτως σύμφωνες μεταξύ τους με εξαίρεση μία περίπτωση όπου ο πραγματογνώμονας της υπεράσπισης πρότεινε υπαγωγή στο άρθρο 34 ενώ ο θεράπων ιατρός στο άρθρο 36. Σημαντικού βαθμού συμφωνία (k=0,780) παρατηρήθηκε επίσης μεταξύ της απόφασης του δικαστηρίου και της γνωμοδότησης του ψυχιάτρου που ήταν διορισμένος από το δικαστήριο (στατιστικά πολύ σημαντικό αποτέλεσμα, p |