Η Γονυκλισία της Πεντηκοστής: Ιστορική, λειτουργική και θεολογική προσέγγιση
Jazyk: | Greek, Modern (1453-)<br />Greek |
---|---|
Rok vydání: | 2022 |
Předmět: | |
DOI: | 10.26262/heal.auth.ir.342860 |
Popis: | Από την παράθεση και μελέτη των πηγών, τόσο των εξωχριστιανικών, όσο και των χριστιανικών, συνάγεται το αδιαμβισβήτητο συμπέρασμα ότι όλοι οι λαοί αναφέρονται στην προγονική τιμή ή λατρεία. Ο Χριστιανισμός μεταμόρφωσε πάμπολλα πανάρχαια νεκρικά έθιμα τα οποία διασώθηκαν και διαδόθηκαν από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα. Επιχειρήθηκε η ανάδειξη της συνέχειας των σχημάτων των ελληνορωμαϊκών εθίμων που αφοροῦν στη γονυκλισία αλλά και των νεκρικών τελετών μέσα στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας τονίζοντας τις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις τους. Στην γραπτή παράδοση η ευχές της Εκκλησίας για τους κεκοιμημένους διαμορφώνοται ως αναγκαία προτεραιότητά της στις ημέρες των δύο κεντρικών Σαββάτων του ετήσιου λειτουργικού κύκλου, το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής και το Ψυχοσάββατο της Κυριακής της Απόκρεω. Επισημαίνεται η σύνδεση Ψυχοσαββάτου της Πεντηκοστής και της γονυκλισίας. Ο νεκρώσιμος και ως εκ τούτου πένθιμος χαρακτήρας των γονυκλισιών είναι ασυμβίβαστος με το αναστάσιμο και εορταστικό περιεχόμενο του Πεντηκοσταρίου. Η Εκκλησία προσδοκά την μετοχή των χριστιανών στο αναστάσιμο γεγονός σε μια ενότητα ζώντων και νεκρών στην προοπτική του κοινού δοξασμού τους στη βασιλεία του Θεού, προσδίδοντας στην Πεντηκοστή εσχατολογικό νόημα. Για το χρονικό πλαίσιο έναρξης και λήξης των κατ’ έτος γονυκλισιών, η Εκκλησία μὲ τὸν καθορισμό Κανόνων έθεσε τα επιτρεπτά χρονικά όρια για την άσκησή τους. Ἡ γονυκλισία ως έκφραση πνευματικής εσωστρέφειας, εσωτερικής ενδοσκοπήσεως και μετανοίας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην χαρμόσυνη περίοδο του Πεντηκοσταρίου και κατά συνέπεια αποκλείστηκε, κατηγορηματικώς, ως ασυμβίβαστη. Στις λειτουργικές, πατερικές και κανονικές πηγές καταγράφεται η γένεση και πορεία της πρακτικής εφαρμογής της γονυκλινούς στάσεως του σώματος. Η ασκητική, κατά βάσιν μοναχική, προέλευσή της εμπεδώνεται στη λατρευτική πράξη της κοινής προσευχής της Εκκλησίας και προσλαμβάνει, εκτός της πρακτικής φύσεώς της, θεολογικό βάθος που την αναδεικνύει σε μια μορφή ομολογίας πίστεως. Η γονυκλισία ταυτίζεται με την θεολογία της Εκκλησίας για την κτιστότητα των όντων και την σχέση ζωτικής εξαρτήσεως αυτών από τον όντως ζώντα άκτιστο Θεό. Kαθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα ερμηνεία της έπαιξε η θεολογική θέση που διατυπώνει ο Μ. Βασίλειος στον 91ο Κανόνα του. Σ’ αυτή συγκεντρώνεται ολόκληρη η θεολογία της Εκκλησίας περί αναστάσεως και βασιλείας των ουρανών. Χωρίς αμφιβολία η τοποθέτηση αυτή καθόρισε στη συνέχεια όλες τις επερχόμενες πατερικές, κανονικές και λειτουργικές καταγραφές. Τα χειρόγραφα που εξετάστηκαν και η χρονική περίοδος που καλύπτουν δίνουν τη δυνατότητα παρακολουθήσεως, σ’ ότι αφορά την Τυπική Διάταξη της Ακολουθίας, καταγραφής του Ασματικού-Ενοριακού Τυπικού και του Μοναχικού Τυπικού, καθώς και της μεταβατικής χρονικής περιόδου, όπου τα δύο Τυπικά συμπλέκονται μεταξύ τους. Η θεολογία των ευχών αναφέρεται στην Αγία Τριάδα με αποφατικές προσεγγίσεις και θεολογία για την αΐδια ζωή της, αλλά και την οικονομική της δράση στον κόσμο. Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου ερμηνεύεται, ως έκφραση γονυκλισίας του Θεού, που γίνεται άνθρωπος για την σωτηρία ζώντων και κεκοιμημένων. Επίσης, τονίζεται η εκκλησιαστική ενότητα των μελών του σώματος. Με τον τρόπο αυτό συνδέεται άρρηκτα ἡ Χριστολογία με την Εκκλησιολογία. Η ανάσταση του Χριστού εγείρει άπαντας και ανοίγει την προσδοκία των εσχάτων με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος δια των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας. Οι εκτενείς αναφορές των ευχών στους κεκοιμημένους αναπτύσσει μια εξαίρετη θεολογία γύρω από το μυστήριο του θανάτου και του σωτηριώδους έργου του αναστάντος Χριστού στον άδη υπέρ των νεκρών. Επισημαίνεται η σημαντική διαφοροποίηση της Εκκλησίας στην αντίληψη περι του θανάτου και των νεκρών στον αρχαίο κόσμο. Παρά την έντονη χρήση στα λειτουργικά κείμενα αρχαιοελληνικών εικόνων π.χ. του άδη, ο θάνατος δεν λογίζεται από την Εκκλησία πλέον ως ανίκητος και φοβερός, όπως στον αρχαίο κόσμο αλλά μεταπλάθεται σε διέξοδο προς «τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα», ανοίγοντας την προοπτική στα έσχατα. From the citation and the study of both non-Christian and Christian sources, it is known that all people, regardless of origin, refer to ancestral honor and worship. Christianity transformed many ancient funeral customs, which were saved and spread from generation to generation until today. The doctoral thesis tries firstly to view the continuity of the forms of Greco-Roman customs regarding genuflection and funeral ceremonies, as today in the Church. Emphasis is placed mainly on their essential differences. In the ecclesiastical textual tradition, the benedictions for the departed constitutes an important place on the two central Saturdays of the annual liturgical cycle, the Psychosabbaton of Pentecost and the Psychosabbaton of Meat Fare. Particularly, the connection between Psycho-sabbaton of Pentecost and genuflection is obvious. Moreover, it is known that the funerary character of kneeling is incompatible with the Resurrection and festive content of Pentecost. Nevertheless, the Church anticipates the participation in the Resurrection event not only in a unity of the living and the dead, but also in the perspective of their common doxology in the kingdom of God, giving it an eschatological meaning. Regarding the time period between the beginning and the end of the annual genuflection, Church Fathers set permissible time limits for its practice by defining canons. Kneeling, as an expression of spiritual introversion and repentance, could not be applied to the joyous period of Pentecostarion and then was excluded categorically as incompatible. The genesis and the practical application of the kneeling posture of the body is often mentioned in the liturgical, patristic and canonical sources. Its monastic origin is taught in the liturgical act of the common prayer of the Church and takes on a theological content that shows it in a form of confession of faith. Genuflection is identified with the theology of the Creation of human beings and their dependence on the truly living uncreated God. Concerning the ecclesiastical liturgical Typikon, it is worth noting that the relevant manuscripts and the time period they cover, which were examined extensively in this doctoral thesis, contribute to the study and recording of the Asmatic-Parochial and the Monastic Typikon, as well as the transitional time period, when the two Typikons are intertwined. The theological content of genuflection’s blessings often refers to the Holy Trinity. The Incarnation of God's Word is interpreted as an expression of “kneeling” of God, who becomes man for the salvation of the living and the dead. Futhemore, it is emphasized the unity of the members of the Church. In this way, Christology and Ecclesiology are inextricably connected. Finally, the Resurrection of Christ raises everyone through the sacraments of the Church and opens the expectation of the End with the power of the Holy Spirit. Extensive references to blessings for the departed develop an excellent theology around the mystery of death and the saving action of the resurrected Christ. It is noted the important differentiation of the Church regarding the perceptions of death and the reception of the dead in the ancient world, respectively. Despite the intensive use of ancient Greek icons in the liturgical texts, death is no longer considered as invincible and terrible by the church theology, as in the ancient world, but is transformed into a way out, opening the perspective to the End. |
Databáze: | OpenAIRE |
Externí odkaz: |