Popis: |
ΣΚΟΠΟΣ :Σκοπός της μελέτης ήταν αφενός να περιγράψει τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, καθώς και τα επίπεδα ψυχοπαθολογίας, εχθρότητας, κοινωνικής στήριξης, οικογενειακής ατμόσφαιρας και ποιότητας ζωής σε συγγενείς φροντιστές ατόμων με ψυχωτική συμπτωματολογία, αφετέρου να συγκρίνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά σε σχέση με την ένταξη ή μη των φροντιστών σε Συλλόγους για τη Ψυχική Υγεία – ΣΟ.Ψ.Υ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΥΛΙΚΟ: Χρησιμοποιήθηκε δειγματοληψία σκοπού και συγκεκριμένα η τεχνική της χιονοστιβάδας με χρήση θυρωρού. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 510 φροντιστές. Η έρευνα έλαβε χώρα στη νοτιοδυτική Ελλάδα (Αττική, Πελοπόννησο, Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα και Ιόνια νησιά) και διήρκεσε από την 1/1/2010 έως την 31/12/2014. Για τη συγκέντρωση του δείγματος συνεργάστηκαν 22 Μονάδες Ψυχικής Υγείας, καθώς και Σύλλογοι για τη Ψυχική Υγεία. Για τη συγκέντρωση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο για κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα, το ερωτηματολόγιο SCL-90 για τη μέτρηση της ψυχοπαθολογίας, το ερωτηματολόγιο SSQ-6 για την κοινωνική στήριξη, η Κλίμακα Οικογενειακής Ατμόσφαιρας FES, το ερωτηματολόγιο HDHQ για την εχθρότητα και το ερωτηματολόγιο WHOQOL-BREF για τη διερεύνηση της ποιότητας ζωής. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και στην Ελλάδα οι φροντιστές είναικατά κανόνα έγγαμες γυναίκες με μέση ηλικία Μ=56,58 έτη. Η σχέση τους με τον ασθενή ήταν ως επί το πλείστον γονεϊκή. Οι μισοί από τους άτυπους φροντιστές ήταν είτε πτυχιούχοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είτε απόφοιτοι Λυκείου, ενώ παρατηρήθηκε υψηλό ποσοστό οικογενειακής διασπασης. Η εμπειρία τους με τη ψύχωση ήταν 16,99 έτη. Η πλειοψηφία των φροντιστών δεν εργαζόταν, είχε ιδιόκτητη κατοικία στην οποία διέμεναν κατά κανόνα έως τέσσερα άτομα και το 45% περίπου είχε ατομικό μηνιαίο εισόδημα έως 900€ το μήνα. Οι μισοί δήλωσαν ότι αντιμετώπιζαν οι ίδιοι χρόνια προβλήματα υγείας και λάμβαναν σε μόνιμη βάση φαρμακευτική αγωγή. Ως προς τα χαρακτηριστικά των ασθενών τα κυρίαρχα ήταν ότι η πλειοψηφία ήταν άνδρες ασθενείς με μέση ηλικία τα 39,14 έτη, οι οποίοι διέμεναν με την οικογένειά τους κυρίως στα αστικά κέντρα. Ελάχιστοι εργάζονταν (16,5%), ενώ κατά την άποψη των φροντιστών τους το 69,4% παρουσίαζε συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή και το 35,5% εναισθησία. Η έρευνα έδειξε ότι οι άτυποι φροντιστές ασθενών με ψυχωτική συμπτωματολογία είχαν μεγαλύτερη ψυχοπαθολογία και μεγαλύτερη εχθρότητα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό και μικρότερη κοινωνική στήριξη και ποιότητα ζωής, ενώ οι διαστάσεις της οικογενειακής ατμόσφαιρας κινούνταν συνήθως κάτω από τις φυσιολογικές τιμές. Σε σχέση με την ένταξη τους σε ΣΟ.Ψ.Υ. διαπιστώθηκε ότι ενώ οι φροντιστές που ανήκουν σε αυτούς αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, εντούτοις καταφέρνουν να διατηρούν τους ασθενείς συγγενείς τους σε καλύτερη κλινική και λειτουργική κατάσταση σε σχέση με τους φροντιστές που δεν ανήκουν σε ΣΟ.Ψ.Υ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η έρευνα έδειξε ότι κάτω από προϋποθέσεις και ένα αυστηρό δομημένο πλαίσιο που θα βασίζεται στη συνεργασία των Συλλόγων για τη Ψυχική Υγεία με τις δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας, το σαφή προσδιορισμό ρόλων και τη συνεχή εποπτεία και αξιολόγηση των προγραμμάτων τους, η στήριξη και επέκταση των Συλλόγων αυτών σε συνδυασμό με την προώθηση στην απασχόληση των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας δύναται να αποτελέσει μια νέα ρεαλιστική πολιτική ψυχικής υγείας, που θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής ασθενών και των φροντιστών τους, θα εξοικονομήσει πόρους, ενώ θα αυξήσει τόσο την ικανοποίηση των άμεσα ωφελουμένων όσο και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων σε όλα τα επίπεδα (πρόληψη, θεραπεία, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση). |