Popis: |
Η επίτευξη της ενεργειακής ανάπτυξης στην Ελλάδα συνοδεύεται από αξιοσημείωτο υψηλό επίπεδο χρήσης συμβατικών καυσίμων. Ειδικότερα ως βασικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού ενεργειακού μίγματος είναι η αξιοποίηση του σχετικώς άφθονου αποθέματος λιγνίτη. Ο λιγνίτης χαρακτηρίζεται ως το βασικό εγχώριο καύσιμο σε αρκετές περιοχές της χώρας και, παρά τις δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αποτέλεσε στρατηγική επιλογή τον 20ο αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα. Την τελευταία δεκαετία η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από τα λιγνιτικά αποθέματα, αν και βαίνει μειούμενη, παραμένει πολύ υψηλή. Περαιτέρω, η Ελλάδα εισάγει υδρογονάνθρακες και φυσικό αέριο για ενεργειακή κάλυψη των εγχώριων αστικών και βιομηχανικών χρήσεων. Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αναφοράς η ενεργειακή ανάπτυξη απαιτεί πλήρη εφαρμογή ενός μοντέλου αειφόρου ανάπτυξης –παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας– το οποίο προσβλέπει στην ανάπτυξη ενός φάσματος τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας και αξιοποίησή τους στην αγορά ενέργειας. Αυτή η αειφόρος προοπτική συμβάλει όχι μόνο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών μελών της ΕΕ. Παράλληλα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαχείριση της ενεργειακής ζήτησης με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στην ΕΕ. Ειδικότερα, η αειφόρος προοπτική στον ενεργειακό τομέα δύναται να συνδυαστεί με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και με την προώθηση καινοτομίας στις τεχνολογίες ΑΠΕ. Παράλληλα οι διαρθρωτικές αλλαγές στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προβάλλουν την εξοικονόμηση/ορθολογική χρήση ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος. Με στόχο την “αειφόρο στοχοθεσία” η ΕΕ καλείται να θεσπίσει πολλά κοινοτικά προγράμματα χρηματοδότησης για ανάπτυξη, επίδειξη και βιώσιμη διαχείριση της ενεργειακής ζήτησης με χρήση ΑΠΕ, ειδικά στο πυκνοδομημένο αστικό περιβάλλον των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Συνεπώς η «αειφορία» συνάδει εννοιολογικά και διαχειριστικά με τον όρο «μακροπρόθεσμες επενδύσεις».Στην παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζεται η υφιστάμενη κατάσταση αναφορικά με τις εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπό μορφή μεγάλης κλίμακας τεχνικών υποδομών καθώς και σε εφαρμοσμένες τεχνολογίες είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Παράλληλα τα αποτελέσματα της ανάλυσης προσεγγίζουν την επικρατούσα διεθνή και την Ευρωπαϊκή κατάσταση κανονισμών, οδηγιών, νομοθεσιών και στρατηγικών στον ενεργειακό τομέα. Περαιτέρω γίνεται εκτίμηση του βαθμού αξιοποίησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τους υφιστάμενους μεγάλης-κλίμακας σταθμούς ενέργειας σε συνδυασμό με το εκάστοτε διαθέσιμο και απολήψιμο ενεργειακό δυναμικό. Στην τεχνολογική έρευνα της παρούσας διδακτορικής διατριβής ως ΑΠΕ εξετάστηκε η διακριτή (μεμονωμένη) αξιοποίηση της βιομάζας, της υδροηλεκτρικής, της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας. Σημαντικές παράμετροι αξιολόγησης είναι τα επιτόπια χαρακτηριστικά της προς απόληψη ενέργειας, όπως η διαμόρφωση του εδάφους, οι κλιματικές συνθήκες σε συνθήκες ηλιοφάνειας ταχύτητας ανέμου και υδατοπτώσεων μέσω εξατμισοδιαπνοής και βροχοπτώσεων, καθώς και ο βαθμός κοινωνικής αποδοχής έργων ΑΠΕ από τις τοπικές κοινότητες. Συνδυαστικά όλες αυτές οι παράμετροι προσδιορίζουν την εκάστοτε επιλογή και την κλίμακα εφαρμογής των αντίστοιχων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με χρήση ΑΠΕ. Σε κοινωνικο-οικονομικό και σε στρατηγικό επίπεδο ανάλυσης η διδακτορική διατριβή, μέσω της ερευνητικής εστίασης στις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, προάγει τη σύζευξη γνώσεων για την αλληλεπίδραση κλίματος και κοινωνικο-αναπτυξιακών στόχων (social development goals, SDG) συμβάλλοντας αφενός στην έρευνα διακυβέρνησης για το κλίμα (μέτρα μετριασμού και προσαρμογής) και για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αφετέρου στην παραμετροποίηση σχεδιασμού πολιτικής σε διεθνές περιβάλλον, προσανατολισμένου στην κοινή εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού και της Ατζέντας του 2030.Αναφορικά με τη βιομάζα είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων έχει σημαντική συμβολή στον ενεργειακό τομέα των μεταφορών. Ειδικότερα, η πυρόλυση βιομάζας παράγει βιοπετρέλαιο το οποίο είναι ένα ομοιογενές μείγμα οργανικών ουσιών με νερό αντίδρασης και με νερό τροφοδοσίας. Το παραχθέν υδατικό προϊόν έχει χαρακτηριστική οσμή λόγω αλδεϋδών και οξέων χαμηλού μοριακού βάρους. Παράλληλα είναι αξιοσημείωτη η προσαρμοστικότητα ανάμιξης βιοκαυσίμων με τα συμβατικά ορυκτά καύσιμα ντήζελ και αιθανόλης στον μεταφορικό τομέα. Αναφορικά με την υδροηλεκτρική ενέργεια είναι δυνατή η διερεύνηση κατασκευής μικρού αριθμού έργων υδροηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, όπου η βιωσιμότητα –όσων εκ των έργων αυτών παραμένουν σε λειτουργία στο βάθος του προβλεπόμενου χρόνου ζωής τους– στηρίζεται στις αρχές της μικροοικονομίας, της μηχανικής, στους κοινωνικούς προσανατολισμούς και στους κοινόχρηστους πόρους των προς εφαρμογή πολιτικών και οικονομικών θεωριών. Αυτή η ερευνητική στοχοθεσία είναι υλοποιήσιμη στη βάση αξιοποίησης ιστορικών πληροφοριών και καταγραφής δεδομένων, είτε μέσω επισκέψεων σε τοποθεσίες, είτε μέσω διεξαγωγής συνεντεύξεων. Συνεπακόλουθα, τα υδροηλεκτρικά συστήματα στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα χαρακτηρίζονταν από οριακή κατάσταση λειτουργίας, συνδεόμενη με αλληλένδετους παράγοντες θεματολογίας, όπως την εμπειρία των τοπικών κοινωνιών και τη λειτουργία υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων (σε επιτόπια κλίμακα), αλλά και γεωπολιτικές ανησυχίες των χωρών λειτουργίας (σε εθνική κλίμακα). Επιπροσθέτως, τα υδροηλεκτρικά δίκτυα παραγωγής και διανομής ενέργειας από εγχώριες και διεθνείς επιδοτήσεις προβλέπεται ότι θα επεκταθούν και θα εξελιχθούν περαιτέρω, ενώ χρειάζεται συνεξέταση και συναξιολόγηση μελετών σκοπιμότητας από εναλλακτικές λύσεις. Παράλληλα οι τοπικές κοινωνίες καλούνται να επωμιστούν πιθανή αμφισβητούμενη επιλογή μεγάλης έκτασης υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων λόγω του υψηλού κοινωνικο-οικονομικού κόστους.Αναφορικά με τη διείσδυση των αιολικών πάρκων στα υφιστάμενα συστήματα ισχύος αξιοσημείωτη είναι η αξιολόγηση της στρατηγικής χωροθέτησης και του ελέγχου αυτών (των αιολικών πάρκων) σε μέγιστο επίπεδο. Η τοποθεσία των αιολικών πάρκων έχει μεγάλο αντίκτυπο στην παραγωγή αιολικής ενέργειας. Ειδικότερα τα μεγάλα αιολικά πάρκα μπορούν να διασυνδεθούν κοντά στις μονάδες κύριας ηλεκτροπαραγωγής σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή έναυσης των υδροηλεκτρικών σταθμών. Όσον αφορά τον έλεγχο του αιολικού πάρκου η ρύθμιση τάσης επιτρέπει τη μεγαλύτερη εφαρμοσιμότητα της αιολικής ενέργειας ενώ, περαιτέρω, κρίσιμες ερευνητικές παράμετροι της τεχνολογικής αξιοποίησης αιολικής ενέργειας είναι ο αντίκτυπος της θέσης και του ελέγχου των αιολικών πάρκων στο προφίλ τάσης του συστήματος. Προς τούτο σε στρατηγικό επίπεδο ανάλυσης είναι εφικτή η αξιολόγηση παραγόντων επιρροής στη βέλτιστη κατανομή των αιολικών πάρκων. Αυτοί οι παράγοντες είναι το συνολικό φορτίο, το οποίο συνδέεται με μια συγκεκριμένη τοποθεσία, καθώς και η συμβολή αυτής της θέσης στη μείωση του συνολικού λειτουργικού κόστους. Επιπλέον η κατανομή των πόρων αιολικής ενέργειας μεταξύ πολλών τοποθεσιών καθιστά αυτή τη χωροταξική διεύρυνση ως την πιο επωφελή συγκριτικά με τη διασύνδεσή τους σε μία κεντρική τοποθεσία. Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση οι τεχνικές παραδοσιακού σχεδιασμού να επιφέρουν μη ρεαλιστικά αποτελέσματα, καθώς ο σχεδιασμός πρέπει να καταγράφει τις αβεβαιότητες στην παραγωγή φορτίου και στη συμπεριφορά του ανέμου.Υπό το πρίσμα της τεχνολογικής επισκόπησης της διδακτορικής διατριβής για την αιολική ενέργεια είναι σημαντική η διαπίστωση ότι ο άνεμος είναι πηγή ενέργειας με χαμηλή πυκνότητα σε σύγκριση με άλλες συμβατικές πηγές, όπως φυσικό αέριο ή άνθρακα. Επιπλέον καθώς είναι χαμηλός ο ρυθμός εξαγωγής των ανεμογεννητριών από μη-πρωτογενείς χώρες παραγωγούς καθίσταται απαιτητή η παραγωγής σημαντικών ποσοτήτων ενέργειας προκειμένου να γίνει επιτεύξιμη η οικονομία κλίμακας και να καταστεί ανταγωνιστική η παρουσία της αιολικής ενέργειας στην αγορά ενέργειας. Προς τούτο χρειάζονται αρκετές ανεμογεννήτριες, οι οποίες συνήθως συγκεντρώνονται σε «τεχνολογικές νησίδες», γνωστές ως αιολικά πάρκα. Η σχετική τοποθέτηση πολλών ανεμογεννητριών η μια κοντά στην άλλη μεταξύ τους εξαρτάται από το κόστος και από την αγορά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας αναμένεται να μειωθεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μειωθούν ακολούθως και το κόστη επένδυσης και κατοχής γης. Ωστόσο στο πλαίσιο έρευνας η διδακτορική διατριβή βασίστηκε κυρίως στην αύξηση της δυναμικότητας αιολικής ενέργειας σε χερσαίο έδαφος. Αντιθέτως, η υπεράκτια χωρητικότητα αιολικής ενέργειας είναι πολύ περιορισμένη σε διεθνές κλίμακα αναφοράς. Προκειμένου να προωθηθεί η ανάπτυξη υπεράκτιας αιολικής ενέργειας οι τοπικές κυβερνήσεις ορίζουν συγκεκριμένες/συγκρίσιμες τιμολογιακές πολιτικές υπεράκτιας αιολικής ενέργειας εντασσόμενης στο ηλεκτρικό δίκτυο. Αυτή η προοπτική δυναμικότητας στην υπεράκτια αιολική ενέργεια έχει πολύ αργό ρυθμό αύξησης, ειδικά στις χώρες όπου το επενδυτικό κόστος των περισσότερων υπεράκτιων έργων αιολικής ενέργειας είναι υψηλότερο από την κοστολόγηση FITs. Συνεπώς για την πολιτική τιμολόγησης προς αύξηση του δυναμικού της αιολικής ενέργειας προϋπόθεση είναι η τιμολόγηση FIT να μπορεί να καλύψει το επενδυτικό κόστος. Αναφορικά με την αξιοποίηση της ηλιακή ενέργειας στη διδακτορική διατριβή παρουσιάστηκε η συνδυαστική μεθοδολογία GIS-MDCA, η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα πέντε στάδια. Στο πρώτο βήμα προσδιορίζεται η περιοχή μελέτης. Στο δεύτερο βήμα επιλέγονται τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση της καταλληλότητας μιας τοποθεσίας για ΦΒ πάρκο (photovoltaic plant, PVP). Ο προσδιορισμός αυτών των κριτηρίων υλοποιείται μέσω της ανάλυσης ειδικών ερευνητών καθώς και με χρήση σχετικής βιβλιογραφικής επισκόπησης, όπως: χαρακτηριστικά σχετικής τοποθεσίας, εδαφικοί περιορισμοί καθώς και περιοχές αποκλεισμού. Στο τρίτο βήμα προσδιορίζονται οι μεταβλητές οι οποίες περιλαμβάνονται σε μοντέλο GIS και πραγματοποιεί τεχνικές και δράσεις συλλογής δεδομένων. Για τη μοντελοποίηση GIS, στο τέταρτο βήμα, εφαρμόζεται η μέθοδος MDCA στο σύνολο δεδομένων (input data set). Αυτή η φάση περιλαμβάνει την επιλογή και την εφαρμογή των παραμέτρων σε σταθμισμένα κριτήρια και σε υποκριτήρια. Τέλος, στο πέμπτο βήμα δημιουργείται και αναλύεται ένας γεωφυσικός χάρτης των πιθανών τοποθεσιών εγκατάστασης του ΦΒ πάρκου. Η υλοποίηση έργων ηλιακής ενέργειας καθίσταται συνδυαστικά επιτυχής βάσει της εκάστοτε τεχνολογικής εξέλιξης και των κατάλληλων εδαφικών (γεωμορφολογικών) χαρακτηριστικών και του αριθμού ημερών ηλιοφάνειας ανά έτος.Το κύριο ερευνητικό ερώτημα αυτής της διδακτορικής διατριβής αφορά στη διερεύνηση των στοιχείων και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τα οποία διαφοροποιούν τις περιοχές της Ελλάδας σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας σχετικά με την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας και με την αντίστοιχη παραγωγική ισχύος των ΑΠΕ στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Επομένως, στο στατιστικό μέρος της διδακτορικής διατριβής επιχειρείται η καταγραφή της εγκατεστημένης ισχύς των ΑΠΕ στην Ελλάδα ανά περιφερειακή ενότητα και της αντίστοιχης τεχνολογίας τους, η οποία υποστηρίζει τον Εθνικό Προγραμματισμό των ΑΠΕ για τα έτη 2015 και 2019 και κατά επέκταση τον Ευρωπαϊκό Προγραμματισμό των ΑΠΕ. Ο σκοπός της στατιστικής ανάλυσης αυτής της διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της διείσδυση των τεχνολογιών ΑΠΕ σε χωρικό επίπεδο (περιφερειακή ενότητα) στην Ελλάδα και την ανάπτυξη τυπολογίας με βάση συγκεκριμένες μεταβλητές. Οι ΑΠΕ οι οποίες συνιστούν το αντικείμενο εκμεταλλεύσιμης-απολήψιμης ενέργειας είναι οι ακόλουθες: ηλιακή ακτινοβολία (φωτοβολταϊκά, ΦΒ), αιολική (ανεμογεννήτριες, ΑΓ), υδροηλεκτρική (υδροστρόβιλοι), βιοενέργεια (βιομάζα), γεωθερμική, παλιρροϊκή (πλημμυρίδα και άμπωτη), καθώς και κυματική (ενέργεια θαλάσσιων κυμάτων). Στην παρούσα διδακτορική διατριβή τα δεδομένα για την ομαδοποίηση αφορούν τις μονάδες παραγωγής ενέργειας από τα αιολικά πάρκα, τα φωτοβολταϊκά (ΦΒ) πάρκα συμπεριλαμβανομένων και των οικιακών φωτοβολταϊκών (στέγες), τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από βιομάζα και τις μονάδες παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας (μικροί και μεγάλοι σταθμοί).Στο πλαίσιο αυτής της διδακτορικής διατριβής εφαρμόστηκε η τεχνική της agglomerative ιεραρχικής ανάλυσης συστάδων (hierarchical cluster analysis) και ως κριτήριο απόστασης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος K Means. Τα αποτελέσματα της περιγραφικής στατιστικής ανάλυσης των μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν για την ομαδοποίηση των περιφερειακών ενοτήτων σε συστάδες. Παράλληλα περιλαμβάνονται οπτικοποιημένα τα αποτελέσματα της τυπολόγησης των περιοχών. Η ανάλυση συστάδων πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικά ζεύγη μεταβλητών προκειμένου να βρεθούν οι διαφοροποιήσεις στις παραγόμενες ομοειδείς ομάδες. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με αξιοποίηση δεδομένων για τα έτη 2015 και 2019, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα: Για συνολικά 5 ιεραρχικές ομαδοποιήσεις (3 για το 2015 και 2 για το 2019) ο μέσος όρος αριθμού συστάδων ήταν 4,2, ενώ ο μέσος όρος αριθμού επαναλήψεων ήταν 4. Παράλληλα ο αριθμός των σχηματισθέντων συστάδων-ομάδων ήταν από 3 ως 6, ενώ -βάσει της ανάλυσης ANOVA- ο βέλτιστος δυνατός και καλός διαχωρισμός δεδομένων στις προαναφερθείσες ομαδοποιήσεις βασίστηκε στην ΑΠΕ των αιολικών (και στις 5 περιπτώσεις ιεραρχικής ομαδοποίησης), ακολουθούμενη από τα μικρά υδροηλεκτρικά-ΜΥΗΕ σε 2 περιπτώσεις: (μία για το 2015 και μία για το 2019) και από τα φωτοβολταϊκά-ΦΒ σε 2 περιπτώσεις: (μία για το 2015 και μία για το 2019).Στη διδακτορική διατριβή η συμμετοχή των περιφερειακών ενοτήτων της Ελλάδας στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ υλοποιήθηκε σε συνδυασμό με την κατανάλωση ενέργειας από διάφορους οικονομικούς τομείς, με απώτερο στόχο την ομαδοποίηση των περιφερειακών ενοτήτων ανάλογα με την ενεργειακή φτώχεια (εξάρτηση) όσον αφορά στις ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, η διδακτορική διατριβή επιτυγχάνει τον καθορισμό της διαφοροποίησης-ομαδοποίησης των περιφερειακών ενοτήτων ανάλογα με το εάν η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ είναι αυξημένη ή μειωμένη, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη κατανάλωση ενέργειας από διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας (οικιακός, βιομηχανικός, εμπορικός και γεωργικός). Στη διδακτορική διατριβή υιοθετείται η μεθοδολογία ανάλυσης κατά συστάδες των διαθέσιμων δεδομένων, η οποία ομαδοποιεί τις περιφερειακές ενότητες μέσα από μεταβλητές οι οποίες αναφέρονται στην αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή. Η ομαδοποίηση-ανάλυση κατά συστάδες των περιφερειακών ενοτήτων στις επιμέρους ομάδες υποδηλώνει τη διαδικασία καθορισμού ομοιογενών ομάδων με βάση τις επιλεχθείσες μεταβλητές.Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω η τυπολόγηση-ομαδοποίηση των περιφερειακών ενοτήτων της Ελλάδας, σύμφωνα με την εγκατεστημένη ισχύ και με τον αριθμό των μονάδων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αποτελεί χρήσιμο εργαλείο διερεύνησης των ευνοϊκών και των ασθενέστερων βάσει της χαμηλότερης εγκατεστημένης ισχύος. Προς τούτο κάθε χώρα πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε να αυξομειώσει αναλογικά τις επιδοτήσεις των ΑΠΕ, ειδικότερα στις περιοχές οι οποίες υστερούν στο μερίδιο ηλεκτροπαραγωγής. Οι νέες επενδύσεις για εγκαταστάσεις ΑΠΕ σε αυτές τις περιοχές καλούνται να αυξηθούν προκειμένου να επιτευχθούν οι εκάστοτε εθνικοί ενεργειακοί στόχοι, ευρύτερα η τήρηση των θεσπισμένων κανονισμών και οδηγιών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αναφοράς.Στο τελευταίο μέρος η διδακτορική διατριβή προτείνει ένα πλαίσιο για την υποστήριξη επιλογής κατάλληλων τεχνολογιών με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα, δυνάμενες να συμβάλλουν στην επίτευξη οικονομίας χαμηλών εκπομπών άνθρακα με συμπερίληψη, όχι πλήρη αντικατάσταση, αυτών των τεχνολογιών στο υφιστάμενο ενεργειακό, κοινωνικο-οικονομικό και περιβαλλοντικό δίκτυο μιας κοινότητας ή ενός κράτους. Αυτή η συμπερίληψη αναφέρεται στην υφιστάμενη Ελληνική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με στατιστική αξιολόγηση υπαρχουσών και εγκεκριμένων έργων ΑΠΕ την τελευταία πενταετία, προσβλέποντας στο χαμηλότερο φαινόμενο θέρμανσης του πλανήτη (GWE) ανάμεσα σε ένα σύνολο διαθέσιμων, εφικτών εναλλακτικών λύσεων. Στόχος της θεωρητικής κάλυψης, της τεχνολογικής ανάπτυξης, της στατιστικής επεξεργασίας και της υφιστάμενης νομοθετικής και κανονιστικής πλαισίωσης (όπως αυτές αναπτύχθηκαν στη διδακτορική διατριβή) είναι να συνάδουν οι τοπικές αποφάσεις με μια παγκόσμια προοπτική και αναπτυξιακή εφαρμοσιμότητα, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η αντιμετώπιση της πληθώρας ΑΠΕ σε πολυεπίπεδη προσέγγιση –στρατηγική, τεχνολογική, κοινωνικο-οικονομική– είναι θεμελιώδης αρχή σε οποιαδήποτε ανάλυση περιβαλλοντικής πολιτικής, καλώντας τους πολίτες όλων των ηλικιών να αναπτύξουν περιβαλλοντική συνείδηση ασχολούμενοι συνειδητά με εφαρμόσιμες πολιτικές ενέργειας και περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο υλοποίησης και εφαρμοσιμότητας των αποτελεσμάτων της διδακτορικής διατριβής είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι υπεύθυνοι ενεργειακής πολιτικής και οι στρατηγικοί σχεδιαστές δεν πρέπει να εστιάζουν μόνο για τα τελικά αποτελέσματα της πολιτικής τους αλλά και για την ίδια τη διαδικασία υλοποίησης: ιχνηλατώντας τα κόστη-οφέλη των διαθέσιμων επιλογών να επιλέξουν τη βέλτιστη εφικτή επιλογή. Επισημαίνοντας αυτήν τη διάκριση μεταξύ τελικού αποτελέσματος–διαδικασίας υλοποίησης, αυτή η διδακτορική διατριβή παρουσίασε με συστηματικό τρόπο τα γενεσιουργά προβλήματα, τις αβεβαιότητες και τις τεχνολογικές προκλήσεις σε ένα ολιστικό –ενεργειακό, τεχνολογικό, στρατηγικό– πλαίσιο. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή προτείνεται το ακόλουθο τετραμερές ολιστικό πλαίσιο αποτίμησης, στα αντίστοιχα διακριτά υποκεφάλαια, ακολούθως:-Αποτίμηση αξίας στρατηγικού σχεδιασμού-Αποτίμηση κλιματικής αλλαγής-Αποτίμηση οικονομίας των φυσικών πόρων-Αποτίμηση οικολογικής αξίαςΠρος τούτο, μια προτεινόμενη δέσμη προτάσεων σχεδιασμού για την ενίσχυση των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα στον ενεργειακό τομέα σε αναπτυσσόμενες και σε αναπτυγμένες οικονομίες παρατίθεται στον Πίνακα 1.Πίνακας 1: Κίνητρα και ανασταλτικοί παράμετροι ενίσχυσης της απασχόλησης και της εργασιακής ασφάλειας στον ενεργειακό τομέα.1) Ανασταλτικοί παράμετροι-Παρεμβατικός ρόλος (ό,που υφίσταται) του κράτους στην οικονομική ζωή.-Περιορισμένες δυνατότητες (ό,που υφίστανται) του ιδιωτικού τομέα.-Μικρότερη μέριμνα σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις.-Μη πλήρως αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα.-Γηράσκουσες κοινωνίες σε χώρες οι οποίες επηρεάζουν το ανθρώπινο κεφάλαιο και την παραγωγικότητα.-Σε ορισμένες χώρες υπάρχει υπερπροσφορά ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο προσδοκά με ενδιαφέρον και αφοσίωση να μάθει τις απαραίτητες δεξιότητες στο σύγχρονο χώρο εργασίας.-Οι αγορές εργασίας εξακολουθούν να υποφέρουν από διαρθρωτικές αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.2) Κίνητρα-Η ψηφιακή τεχνολογία παρέχει ευκαιρίες για την ενίσχυση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση.-Ισχυρή οικονομική σύνδεση με την ευρωζώνη (αφορά τη δομή λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης).-Οι κυβερνήσεις δαπανούν σημαντικό μερίδιο του κρατικού προϋπολογισμού για την εκπαίδευση.-Αύξηση εγγραφών και φοιτησάντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.-Έναρξη της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ, καθώς οδηγεί σε απελευθέρωση του τομέα των υπηρεσιών (αφορά τη δομή λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης).-Η ψηφιακή τεχνολογία παρέχει ευκαιρίες για την ενίσχυση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση.3) Επιλογές Λύσεων-Βελτίωση της πρόσβασης σε μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) για χρηματοδότηση μέσω εγγυοδοτικών προγραμμάτων. -Ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.-Επένδυση στους ανθρώπους μέσω βελτίωσης της εκπαίδευσης, της υγείας και των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας.-Ανάπτυξη πολιτικών για την αύξηση των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας των εργαζομένων.-Περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Βάσει των αποτελεσμάτων της παρούσας διδακτορικής διατριβής οι μελλοντικές ερευνητικές εργασίες προσβλέπουν στη περαιτέρω στοχοθεσία (συνδυαστικής) χρήσης μεταξύ ΑΠΕ, ειδικά σε περιοχές όπου υπάρχει διαθέσιμο και τεχνικώς απολήψιμο ενεργειακό δυναμικό από δύο ή περισσότερες ΑΠΕ. Περαιτέρω, η ολιστική προσέγγιση των τεχνολογιών ΑΠΕ στην παρούσα διδακτορική διατριβή επισημαίνει τη σημασία διερεύνησης του μικτού ιστορικού ρόλου της ανάπτυξης εκάστης τεχνολογίας με βάση την κατανόηση και τη σύζευξη κοινωνικών αναγκών και τεχνολογικών δυνατοτήτων στην ακόλουθη συνδυαστική θεώρηση: αφενός της ιστορικής εξέλιξης και αφετέρου των κοινωνικών δεξιοτήτων και των προτεραιοτήτων της εκάστοτε τοπικής κοινότητας, ιδίως μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών όπου ο πλεονασμός δυναμικού ΑΠΕ συνυπάρχει με την οικονομική ένδεια ή/και με την τεχνολογική ανεπάρκεια των τοπικών κοινοτήτων. |